Με αφορμή διάφορες σκέψεις πάνω στον αινιγματικό όρο του τόπου, αλλά και στην πολύπλοκη ύπαρξη της κατοίκησης παντού γύρω μας, η ερευνητική αυτή εργασία ιχνηλατεί την συνύπαρξη αυτών των δύο σημείων της αρχιτεκτονικής μέσα από την οπτική του Δημήτρη Φατούρου. Σ’ αυτό το ταξίδι για την αναζήτηση του τόπου του κατοικείν γίνονται προσεγγίσεις τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην ίδια την ζωή. Εντοπίζεται μια άμεση συσχέτιση των γνωρισμάτων της αρχιτεκτονικής με αρετές, οι οποίες διέπουν την ζωή.
Ο τόπος ταυτίζεται, μέσα από την ανάλυση του όρου, με την παρουσία. Αναλύονται πράξεις, ισορροπίες και φαντασιώσεις, που δημιουργούν στο σύνολό τους την ουσιαστική συνθήκη του τόπου και σε δεύτερη ανάλυση του τοπίου. Μέσω της πολλαπλής συγκρότησης του τόπου και των αρετών ηπιότητάς του, ενυπάρχει η κατοίκηση, σημείο της αρχιτεκτονικής που ταυτίζεται με το «να είμαστε». Και παρότι το κατοικείν έγκειται, ως ένα μεγάλο βαθμό, στην συνύπαρξη αποκαλύπτεται πως η φύση του είναι, ταυτόχρονα, καθαρά μοναχική. Μέσα από μια ποιητική ερμηνεία, η κατοίκηση παρομοιάζεται με το δικαίωμα προς μια ηδονική ελευθερία.
Όταν όλα αυτά τοποθετούνται χρονικά στο παρόν παρουσιάζονται επιπλέον αναλύσεις και αμφισβητήσεις για την διατήρηση της αυθεντικότητας των δυο όρων. Ο «τόπος-τόπος του κατοικείν», ακόμη και όταν ερμηνεύεται ως μια συνθήκη, προσεγγίζεται από το σκέπτεσθαι και επιβάλλονται σ’αυτό τάσεις, χρήσεις και «ρόλοι» μέσω της ανθρώπινης υπόστασης. Σε μια εποχή με πολύπλοκες και αντιφατικές προσλαμβάνουσες, είτε από το κοινωνικό σύνολο, είτε από την μονάδα, ο τόπος-τόπος του κατοικείν δεν παύει να υπηρετεί κάθε έργο με το οποίο συσχετίζεται. Ολοκληρώνοντας, μέσω δυο παραδειγμάτων αρχιτεκτονικής του Δημήτρη Φατούρου, επιβεβαιώνεται η παρουσία της ηπιότητας μέσα από ποικίλες χρήσεις του τόπου, τελώντας διαφορετικές ενέργειες κάθε φορά.