Κατά την διάρκεια της ιστορίας συχνό διερευνητικό ερώτημα αποτελεί η σχέση μεταξύ της μουσικής και της αρχιτεκτονικής. Δύο τέχνες, η σύνθεση των οποίων, συχνά επικοινωνεί και αλληλεπιδρά, τόσο σε ζητήματα που αφορούν την συναισθηματική, όσο και την χωρική αντίληψη του ανθρώπου. Ενώ, φαινομενικά, πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές μορφές τέχνης, έχουν κοινό σημείο τομής την μαθηματική τους βάση και τις ρυθμικές αναλογίες που απορρέουν από αυτήν. Στην παρούσα ερευνητική εργασία γίνεται η προσπάθεια αποσαφήνισης των σχέσεων των δύο τεχνών-τεχνικών, ως προς τις σημειογραφικές τους συμπτώσεις, τις παρόμοιες, δηλαδή, μεθόδους γραφής τους και επισημαίνεται η συνύπαρξή τους μέσα από μουσικά και αρχιτεκτονικά παραδείγματα. Σημαντική βάση για την επίτευξη της υπόθεσης, είναι το έργο του μουσικού και αρχιτέκτονα, Ιάννη Ξενάκη, ο οποίος με την έρευνα και την εφαρμοσμένη μουσική και αρχιτεκτονική του παραγωγή, είτε ατομικά, είτε σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα LeCorbusier, κατάφερε να προτείνει πρωτάκουστα και πρωτοφανή δημόσια αισθητικά επεισόδια, ερευνώντας τις ιδιότητες της αφαίρεσης και της ανάδειξης ρυθμικών δομών στον χώρο. Ο ανατρεπτικός Ξενάκης εμφανίζεται ως συνθέτης που «χτίζει» ήχους· τους φτιάχνει και τους υπολογίζει, επικεντρωμένος στην κάθε λεπτομέρεια που θα συμπεριληφθεί αναλογικά με τον τελικό οραματισμό. Αφιερώνει τον χρόνο του, διερευνώντας τις βασικές αρχές της μουσικής και της μηχανικής, συνθέτοντας ακατάπαυστα. Απελευθερωμένος από τις συνθετικές νόρμες της εποχής, παίρνει το ρίσκο του πειραματισμού, κάτι που από πολλούς αμφισβητήθηκε και κατακρίθηκε έντονα. Εν τέλει, όμως, η ασυνήθιστη συνάντηση τέχνης και επιστήμης ανέδειξε την απεριόριστη δύναμη που παρέχεται για αδιάκοπη δημιουργία. Ο Ξενάκης συνθέτει μέχρι την τελευταία στιγμή, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια διαθήκη έργων με τεράστια πειραματική αξία που προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για έρευνα και εκμάθηση.