Στην παρούσα ερευνητική εργασία προσεγγίζεται η σχέση της μνήμης και του χώρου σε συνάρτηση με την κατοίκηση και τα βιώματα των υποκειμένων.
Η έννοια της μνήμης διερευνάται ως προς την επίδραση στα υποκείμενά, τους τρόπους, τους λόγους και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ανάκλησής της, ενώ συνιστά για τον άνθρωπο θεμελιώδες εργαλείο του σχηματισμού της ίδιας της ταυτότητας του.
Το άτομο όσο και τα σύνολα «κατασκευάζουν» το παρελθόν που εξυπηρετεί το παρόν τους και προσιδιάζει στα σχέδια για το μέλλον τους. Σε αυτή τη διαδικασία επεξεργασίας της μνήμης η ιστορία, δεν μπορεί να συλλάβει την καθολική μνήμη, παρά μόνο να σφυγμομετρήσει την ύπαρξη και τα ενεργήματα των επιμέρους μερών της συλλογικής μνήμης.
Στη συνέχεια ερευνάται το παράδειγμα της Καισαριανής ως προς την πραγμάτωση της αναπόδραστης σύνδεσης της συλλογικής μνήμης με τον χώρο. Η διατήρηση στο χρόνο των προσφυγικών κτιριακών συγκροτημάτων της Καισαριανής αποτελεί ζωντανό παράδειγμα που υποδηλώνει με τον πιο εμφατικό τρόπο την συνειδητή ανάγκη του ανθρώπου να υπερβεί το χρόνο και τη φθαρτότητά του. Όντας η μνήμη ρευστή, παίρνει το σχήμα που κάθε φορά της δίνει το υποκείμενο. Προσλαμβάνει και ενσωματώνει στοιχεία που της προσθέτει ο άνθρωπος. Έτσι η μετέπειτα προσέγγιση μιας ιστορικής περιοχής έχει κυρίως την αξία της διερεύνησης του τρόπου διαχείρισης από τους «κληρονόμους» της.
Συνακόλουθα αναδεικνύεται η δυναμική της ενεργής κατοίκησης και η τελική επικράτησή της σε πείσμα κάθε εξωτερικής προσπάθειας δημιουργίας στερεότυπης τεχνητής μνήμης που κατά καιρούς επιχειρήθηκε.
Σε αντίθεση με τα μνημεία που επιδιώκουν το πάγωμα το χρόνου, οι τόποι βιωμένης εμπειρίας που ζουν και εξελίσσονται όπως τα προσφυγικά της Καισαριανής, ακολουθούν τον κύκλο της ζωής και αναγεννιόνται διαρκώς στο χρόνο μέσα από τη μνήμη, τη λήθη, την ενσωμάτωση νέων στοιχείων και υποκειμένων που βαπτίζονται σε μια κοινή ζώσα κουλτούρα. Αποτελούν ένα ανοικτό πεδίο με δυνατότητα επανεγγραφών της μνήμης, ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και την ίδια στιγμή αμετάβλητο ζωντανό μνημείο.