Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί ένα λογοτεχνικό αφήγημα, ένα «θεατρικό έργο» που έρχεται να συμπληρώσει την ερευνητική εργασία και να συνεχίσει έναν κύκλο που σχεδιάζεται για περισσότερο από μία δεκαετία. Έξι επιμέρους πράξεις ενός κατακερματισμένου «σώματος», έρχονται να συνθέσουν ένα όλον, μέσα από θεωρητικές και σχεδιαστικές προσεγγίσεις. Η σχεδόν εμμονική διάθεση ανάμειξης με τις Κλασσικές Αρχαιότητες καθώς και ο απύθμενος πόθος κατανόησης των τρόπων ανάγνωσης αυτών, όπως και του ευρύτερου εθνικού αφηγήματος, πρόβαλε πάντα μία εσωτερική ανάγκη, ως υποχρέωση, για τη συνεισφορά στην αποκρυστάλλωση ορισμένων εικόνων. Μία αποκρυστάλλωση η οποία μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από τη βεβήλωση. Τη βεβήλωση όχι με την έννοια της καταστροφής του υλικού αντικειμένου, αλλά μίας απλούστερης μορφής βεβήλωσης που, κατά τον Agamben, πραγματοποιείται δια της επαφής [contagione] στην ίδια τη θυσία που επιτελεί και ρυθμίζει τη μετάβαση του θύματος από την ανθρώπινη στη θεϊκή σφαίρα. Ότι έχει ιερουργικώς διαχωριστεί και έχει παραχωρηθεί στους θεούς μπορεί να παραχωρηθεί εκ νέου από το τελετουργικό στη σφαίρα του βέβηλου. Το πέρασμα από το ιερό στο βέβηλο μπορεί να συντελεστεί ακόμη και διαμέσου μίας εξολοκλήρου ανάρμοστης και άτοπης χρήσης [ή καλύτερα μίας νέας χρήσης] του ιερού.
Εντός ενός θεωρητικού πλαισίου, στην πρώτη πράξη, γίνεται μία προσπάθεια ανάγνωσης της ιστορίας του Μεταξουργείου, καθώς αποτελεί τη συνοικία που επιλέχθηκε για τη γέννηση της ιδέας, χωρίς όμως να παραγκωνίζεται η συγκαιρινή πραγματικότητά του. Στη δεύτερη πράξη, οι αναγνώσεις της ιστορίας της Αθήνας, το εθνικό αφήγημα καθώς και μία σειρά στοχασμών, συνθέτουν ένα κείμενο που, ως απώτερο σκοπό έχει μία εισαγωγική αποκαθήλωση της Κλασσικής Αρχαιότητας, πάντα με σεβασμό και αναγνώριση της αξίας της. Στην τρίτη πράξη, και εφόσον η σχεδιαστική πρόταση έχει ως κεντρικό άξονα τη νυχτερινή διασκέδαση, θεωρήθηκε απαραίτητη η συμβολή της διεπιστημονικότητας για μία σειρά χαρακτηριστικών που αυτή φέρει, από τη συγκεκριμένη σκοπιά που μελετάται, δίχως και πάλι να εκλείπει ο λογοτεχνικός/συναισθηματικός χαρακτήρας της γενικής προσέγγισης. Στην τέταρτη πράξη γίνεται μία καταγραφή των μορφικών χαρακτηριστικών και μεταβάσεων του οικοπέδου και του κτηριακού αποθέματος, από τη στιγμή της δημιουργίας του. Στην πέμπτη πράξη λαμβάνει χώρα μία, κατά το δυνατόν, αναλυτικότερη σχεδιαστική καταγραφή της αρχιτεκτονικής ανάγνωσης και τέλος στην έκτη πράξη παρουσιάζεται η σχεδιαστική πρόταση, που έρχεται, αντλώντας τη συλλεχθείσα γνώση των προηγούμενων πράξεων, ως κομμάτια ενός κατακερματισμένου σώματος, να συνθέσει το όλον.