Στην αφήγηση που πρόκειται να ακολουθήσει πρωταγωνιστεί η πόλη ή αλλιώς ο δημόσιος χώρος και οι άνθρωποι που τον καταλαμβάνουν. Θελήσαμε να φανταστούμε μια δομή η οποία να αποτελέσει τόπο συνδιαλλαγής και ανάδυσης μικρο-ιστοριών. Η συνθετική μας πορεία αφορμίσθηκε από αποσπάσματα μικρών αστικών ιεροτελεστιών τις οποίες θελήσαμε να μεταμορφώσουμε στη σφαίρα της δημόσιας συνύπαρξης. Μας απασχόλησε η φαντασιακή εικόνα της πόλης την οποία διαμορφώσαμε μέσα από κινηματογραφικές καταγραφές. Εκεί είδαμε μια πόλη στην οποία η θάλασσα πρωταγωνιστεί, πολλές φορές αφήνοντας τον κτιριακό ιστό έξω από την αφήγηση. Καθώς η Θεσσαλονίκη κινηματογραφείται, το ρακόρ των καρέ θα εμφανίσει πολλαπλά το υγρό στοιχείο. Κάπως έτσι βιώνεται και η πόλη. Με το βλέμμα συχνά προς το κύμα δημιουργώντας πορείες και περιπλανήσεις κοντά στο νερό. Κοιτάμε τα μολυσμένα νερά από απόσταση και τελικά η θάλασσα αποκτά έναν σχεδόν εκθεσιακό χαρακτήρα.
Βλέπουμε όμως προς τα ανατολικά ανθρώπους να βουτάνε και να παίζουν μαζί της σε μια σκηνή με φόντο την πόλη στα δεξιά τους. Έτσι προέκυψε η ιεροτελεστία της αστικής βουτιάς. Σε αυτήν προστίθεται το τελετουργικό του σινεμά θέτοντας την συνθήκη του συνβλέπειν ως σχεδιαστικό έναυσμα. Η ιεροτελεστία του σινεματίζομαι-μαστε σαν οδηγό για τις κινήσεις και τα βλέμματα που απορρέουν σε έναν δημόσιο όμως χώρο. Το κινηματογραφικό θέαμα αντικαθίσταται από την ίδια την πόλη η οποία, ως πανταχού παρούσα, θα αντηχεί πάντα στον ρυθμό της αφήγησης. Έτσι προέκυψε ένα πλάτωμα στο οποίο οι έννοιες του θεατή, του θεάματος και της συνδιαλλαγής των δύο θα είναι ρευστές. Οι συνέργειες του τόπου και των ατόμων θα επικαλύπτονται από τη σωματοποιημένη πλέον διάδραση με το νερό.