Οι κάτοικοι ενός τόπου και ιδιαίτερα ενός χωριού, αποτελούν σημαντικούς φορείς γνώσης, πίστης και αντιλήψεων, που μπορούν να συμβάλουν στην ερμηνεία αρχιτεκτονικών στοιχείων και ιχνών τα οποία ανακαλύπτονται στη σημερινή εποχή. Η βιωματική της ύπαρξη της αρχιτεκτονικής είναι καίρια ουσία της. Οι αφηγήσεις και οι ιστορίες που έχουν να μας διηγηθούν οι χωριανοί, σε συνδυασμό με την εθνογραφική τους τεκμηρίωση, μπορούν να παράγουν μια ολοκληρωμένη ερμηνεία στοιχείων που μοιάζουν άγνωστα προς τον άνθρωπο της πόλης.
Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματεύεται το συγκεκριμένο φαινόμενο, έχοντας ως σημείο αναφοράς το χωριό Καταφύγιο. Το χωριό βρίσκεται στον Δήμο Καρδίτσας, σε κοντινή απόσταση με την Λίμνη Πλαστήρα, και αποτελεί έναν μικρό και γραφικό οικισμό με θέα τον Θεσσαλικό κάμπο. Στο κείμενο προβάλλονται η ιστορία, η μορφή και η δομή του χωριού στα παλαιότερα και νεότερα χρόνια αλλά και η καθημερινότητα των κατοίκων του, όπως αυτή εξιστορήθηκε σε προσωπικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις.
Με επιτόπια καταγραφή και ανάλυση των χαρακτηριστικών του χωριού, την χαρτογράφηση της καθημερινής ζωής, των δραστηριοτήτων και των εργασιών των χωριανών, σε συνδυασμό με τις προσωπικές μαρτυρίες συγγενικών και άλλων προσώπων, αντλήθηκαν αυθεντικά και έντονα κοινωνιολογικά και λαογραφικά στοιχεία από μια εποχή, έναν κόσμο και ένα τρόπο ζωής που σήμερα δύσκολα αναγνωρίζεται στην εικόνα του Καταφυγίου. Ακόμα, προσεγγίζοντας περισσότερο τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της έρευνας μέσα από ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, γίνονται εμφανείς οι προσπάθειες συντήρησης της παράδοσης από τους απογόνους.