Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματεύεται την έννοια της αναμονής στον υλικό και άυλο χώρο που εξαρτάται από το χρόνο και την ανθρώπινη ύπαρξη. Η απουσία μίας εκ των παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της συνθήκης αυτής, καθώς είναι αλληλεξαρτώμενες και δε θα ήταν δυνατό να υφίσταται η μία χωρίς την ύπαρξη της άλλης και άρα ολόκληρη η έννοια. Πιο συγκεκριμένα μελετάται, μέσω μίας ημερολογιακής καταγραφής, η αναμονή όταν μία απρόσμενη συνθήκη παίρνει διαστάσεις καθολικού ενδιαφέροντος.
Η μελέτη αυτή πραγματοποιείται μέσω της καθημερινής και βιωματικής παρατήρησης κατά τη διάρκεια μίας καθολικής υγειονομικής κρίσης. Η συνθήκη αυτή έχει θέσει ολόκληρες πόλεις, και κατ' επέκταση τους ανθρώπους παγκοσμίως, σε παύση και στασιμότητα, γεγονός που αντιπροσωπεύει την αναμονή. Μία αναμονή η οποία χαρακτηρίζεται από ασαφή χρονικά δεδομένα και έχει αντιστρέψει τους ήδη γνώριμους ρόλους των χώρων και των δραστηριοτήτων. Ο δημόσιος χώρος καταργείται, συνεπώς τα σπίτια και τα μπαλκόνια πλέον, αποτελούν τους προσωπικούς μας χώρους αναμονής.
Η υποχρέωση της παραμονής σε αδράνεια για ένα άγνωστο χρονικό διάστημα, καταργεί κάθε είδους χρονικότητα. Παραβλέπεται κάθε είδους επιθυμία, και σχέδια για το μέλλον και η προσοχή επικεντρώνεται στη διάρκεια της αναμονής. Κατ’ επέκταση, εισάγοντας την ανθρώπινη παρουσία, παρατηρείται πως το κάθε άτομο επιδιώκει να προστατέψει τον προσωπικό του χώρο και καλείται να ανταπεξέλθει στη συνθήκη του socialdistancing.
Παράλληλα, μέσα από τη λογική του καταλόγου, επιχειρείται μία προσέγγιση κατηγοριοποίησης των τεχνασμάτων και των μηχανισμών που δημιουργήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν από τα άτομα εντός των ορίων της κατοικίας τους, με σκοπό την ομαλή εξέλιξη της αναμονής.
Έχουν πραγματοποιηθεί προσπάθειες επαναπροσδιορισμού της συνθήκης της αναμονής, όμως εκείνη παράγει καταστάσεις και έτσι το σώμα στέκει αναμένοντας, περιμένοντας, παραμένοντας, προσμένοντας και υπομένοντας.