Η παρούσα εργασία αφορά στην ανάγνωση του ποιμενικού τοπίου μέσα από τις διάφορες πρακτικές των κτηνοτροφικών μετακινήσεων. Η διαμόρφωση του ποιμενικού τοπίου ποικίλει ανάλογα με το χωρικό και χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται και είναι άμεσα συνδεδεμένη με κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές μεταβολές.
Συγκεκριμένα, με αφετηρία την περίπτωση μελέτης της πρακτικής της ημι-νομαδικής κτηνοτροφίας, όπως συναντάται στον ελλαδικό χώρο με την ιδιαίτερη ανάπτυξη που γνωρίζει το 19ο αιώνα, επιχειρέιται μία ευρύτερη καταγραφή του τρόπου οικειοποίησής του φυσικού περιβάλλοντος μέσω των διάφορων κτηνοτροφικών πρακτικών, εστιάζοντας το ενδιαφέρον στο ορεινό τοπίο της Βόρειας Πίνδου.Η σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών κοινωνιών στα μέσα του 20ου αιώνα, που προκύπτει τόσο από πολιτικές πρακτικές που αποσκοπούν στην ενοποίηση του εθνικού χώρου όσο και στο φαινόμενο της αστικοποίησης αλλά και της εξωτερικής μετανάστευσης, επιφέρει την μετατόπιση του σημείου ενδιαφέροντος από το πρωτογενή στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Ο βοσκότοπος παραχωρεί τη θέση του στη σταβλισμένη κτηνοτροφία, εντατικοποιώντας τη γεωργική καλλιέργεια στις πεδινές περιοχές και την αύξηση της δασικής εκμετάλλευσης στα ορεινά. Οι χρήσεις γης αλλάζουν παράλληλα με τις κοινωνικές μεταβολές που επιφέρουν τη σταδιακή εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών, την ερήμωσή τους και εν τέλη τον αποπληθυσμό των ορεινών εκτάσεων.
Η μεταβολές αυτές του ποιμενικού τοπίου συνδέονται με ευρύτερες σύγχρονες πρακτικές εκμετάλλευσής του (εξορύξεις, αιολικά πάρκα κ.λ.π.) και τη δημιουργία μεγάλης κλίμακας ανθρώπινων παρεμβάσεων (φράγματα, επέκταση οδικών δικτύων), όπως επιτάσσει το υπάρχον αναπτυξιακό μοντέλο. Η οικολογική κρίση που αναδύεται με τη διαταραχή της βιοποικιλότητας των ορεινών οικοσυστημάτων, επιτάσσει σήμερα περισσότερο από ποτέ την αναθεώρηση του τρόπου διαχείρισης τους, μέσα από πρακτικές απο-ανάπτυξης που αποσκοπούν στην ενδυνάμωση των ορεινών κοινοτήτων.