Η έρευνα επιχειρεί να θίξει ερωτήματα που σχετίζονται με τη δεοντολογία του φωτογράφου μιας πολεμικής και κατ’ επέκταση κοινωνικής φωτογραφίας και να αναλύσει τα οπτικά και νοηματικά περιβάλλοντα ένταξης αυτής. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται διαφορετικά παραδείγματα φωτορεπόρτερ έχοντας ως κοινό γνώμονα την ηθική αμφισβήτηση που υπέστησαν οι φωτογραφίες τους. Αρχικά αναφέρεται η αμεροληψία που πρέπει να χαρακτηρίζει το επάγγελμα του φωτορεπόρτερ και η κοινωνική υποχρέωση του όταν αυτή έρχεται να αναμετρηθεί με το επαγγελματικό του καθήκον. Δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με την αντιπροσώπευση προβλημάτων αναπτυσσόμενων χωρών από δυτικούς φωτογράφους. Επιπλέον σχολιάζεται η επιλογή του φωτογράφου, η καλλιτεχνική αρτιότητα μιας πολεμικής φωτογραφίας να αποτελεί το κύριο μέλημα του. Τέλος προβάλλεται η δυναμική που προσδίδεται σε μια φωτογραφία όταν αυτή συνοδεύεται από τον γραπτό λόγο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται η ένταξη των πολεμικών και κοινωνικών φωτογραφιών στα συστημικά μέσα και τους χώρους τέχνης αλλά και ο συνεχής καταιγισμός εικόνων δυστυχίας στη σημερινή δυτική κοινωνία. Mε αφορμή πολεμικές φωτογραφίες θίγονται ζητήματα αναισθητοποίησης τόσο του φωτογράφου, όταν αυτός καλείται συνεχώς να καλύψει εμπόλεμες ζώνες, όσο και των θεατών στα πλαίσια καθημερινής επαφής τους με φωτογραφίες δυστυχίας. Παραδείγματα φωτογραφιών που χρησιμοποιήθηκαν για κερδοφόρους και διαφημιστικούς σκοπούς αναφέρονται για να δοθεί έμφαση στο θέμα της εκμετάλλευσης αυτών από τα ΜΜΕ. Τέλος σχολιάζεται η ένταξη πολεμικών και κοινωνικών φωτογραφιών σε μουσεία, γκαλερί και γενικότερα χώρους τέχνης και τι αποτελέσματα επιφέρει αυτή η ένταξη.