Ο σχεδιασμός ενός νέου κτιρίου στην περιοχή του Πηλίου θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τις σημερινές ανάγκες που υπάρχουν ή δημιουργούνται στο παρόν χρονικό πλαίσιο αλλά και τις πιθανές μελλοντικές απαιτήσεις που οφείλει το κτίριο να εξυπηρετεί σε συνδυασμό με τον θεσμοθετημένο σεβασμό στην αρχιτεκτονική μορφοποίηση προηγούμενων αιώνων. Ο σημερινός αρχιτέκτονας οφείλει να αφουγκραστεί, να διερευνήσει το παρελθόν, την ιστορία της αρχιτεκτονικής του τόπου, ώστε να δημιουργηθεί κάτι νέο που δεν θα στέκεται ως απλανές μετέωρο ή υβριδισμός στη χρονική συνέχεια και την εξέλιξη της κατοικίας και της κατοίκησης. Οι κανονισμοί των διαταγμάτων ως προς την μορφολογία των κατοικιών στο Πήλιο δεν έχουν συνάφεια με τους περιορισμούς σχετικά με την δόμηση, που αντικειμενικά δημιουργούνταν σε προηγούμενους αιώνες, όπως ήταν οι οικονομοτεχνικές δυσκολίες και οι μηχανολογικές δυνατότητες παραγωγής δομικών υλικών όπως η ξυλεία και οι λίθοι. Κάποτε το πεπερασμένο σύνολο του συνδυασμού χρήματος και τεχνολογίας, διαμορφωνόταν τελικά σε μια οργανική σύνθεση που κατά κύριο λόγο εξυπηρετούσε την στέγαση μέσω μιας ταυτόχρονης και ουσιαστικής αμυντικής πρακτικής. Τα κτίσματα κατέληγαν να είναι μικρά φρούρια και η «Πηλιορείτικη» αρχιτεκτονική, μια τυπολογία αμυντικού, φρουριακού τύπου μέσα από την οποία όμως η ίδια η ζωή συνεχίστηκε στον τόπο αυτό. Στην παρούσα εργασία-έρευνα, ο στόχος ήταν να κατανοηθεί η διαλεκτική συνέχεια της εξέλιξης των κατοικιών στο Πήλιο ώστε να παραχθεί ιδεατά μια λειτουργική μονάδα ξενώνα στη Ζαγορά Πηλίου. Η αρχιτεκτονική σύλληψη περιλαμβάνει όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία της ιστορίας του τόπου, τις υλικές και άυλες συνθήκες, το κλίμα, τις σύγχρονες απαιτήσεις κατοίκησης σε ημιορεινό οικισμό, τα Προεδρικά διατάγματα άλλα και το δυναμικό φιλοξενίας του τόπου και μια προσπάθεια μελέτης και αναγωγής σε ογκοπλασίες που σχετίζονται με τις μεσαιωνικές και τις μεταγενέστερες κατασκευές οικιών αλλά και μονών στο Πήλιο και στο Άγιο Όρος ως μοναδικές αυθεντικές.