Αποποιούμενη κάθε προσωπική επινόηση της μοναδικότητας, εξετάζω τον εαυτό μου ως όλον. Ως δανδιζέτα, χρησιμοποιώ την ένδυση ως θεραπεία με σκοπό την απόλαυση μια νέας σωματικότητας. Ο σκοπός της εργασίας αυτής είναι η επιδιόρθωση, αναπλήρωση και ενίσχυση σωματικών παθολογιών, με τη βοήθεια τεχνολογιών πρόσθεσης, αναγνωρίζοντας τον άνθρωπο ως μια χίμαιρα. Το σώμα μιας χίμαιρας, ενός εν δυνάμει υπερ-ανθρώπου δεν έχει φύλο, αλλά δεν είναι αθώο – δεν γεννήθηκε σε έναν κήπο, και δεν αποζητά μια και μοναδική ταυτότητα. Δεν ταυτίζεται με τη συλλογική μνήμη, δεν θυμάται το παρελθόν, αλλά είναι η πεμπτουσία του μέλλοντος. Είναι ένα ον που βιώνει ανακουφισμένο την μυθολογία της εξάρτησης, όχι από άλλα, ούτε από τον εαυτό του, αλλά από ότι θα του επιτρέψει να φτάσει στο σημείο της ολοκλήρωσης. Η συμβίωση ανθρώπου και μηχανής είναι ζήτημα επιβίωσης και των δύο, άρα ένα όλον και όχι θραύσματα σε ένωση. Η υλική εκπόνηση των μηχανών ως επιτελεστικα ενδύματα που καθιστούν το σώμα ένα εύπλαστο και αέναα μεταβαλλομενο γλυπτό εκπονήθηκε σε συνάρτηση με το σώμα μου και τις ανάγκες του, ορίζοντας μια νέα σχεδιαστική πραξεολογία. Η καινοτομία του δανδιστικού σχεδιασμού έγκειται στην αποτίναξη της ντροπής που κρύβεται πίσω από την ιστορική σημασία του δανδή και πίσω από χαρακτηρισμούς ακαδημαϊκών κανονικιστικών αυταρχισμών που απαιτούν οικουμενικού είδους παραδοχές και γενίκευσεις. Το τελικό προϊόν εξετάζει την επιτελεστικότητα του ενδύματος ως ένα υφασμάτινο γλυπτό που αποδίδεται από την συμβίωση του με το σώμα. Μπορεί και προτρέπω να εφαρμοστεί σε ποικίλες πρακτικές με την ελπίδα να υπεισέλθει στην νοοτροπία των απανταχού σχέδιαστων η ανάγκη για προσεχτική ανάγνωση και ειλικρινή μελέτη των συνθηκών, των ιδιαίτεροτητων και των αναγκών του κάθε εγχειρήματος με απώτερο σκοπό η δανδιζέτα και οι μυθολογίες του καθημερινού υπερανθρώπου που την περιβάλλουν να περάσουν από την σφαίρα του φανταστικού σε αυτή του πραγματικού.