Θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη νέου κτιρίου για τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας (σταθμός Λαρίσης). Βασικό λόγο για την επιλογή του θέματος αποτέλεσε η διαπίστωση της αναγκαιότητας ενός τέτοιου τύπου κτιρίου στην πόλη, ικανού να αποτελέσει την κύρια πύλη των ταξιδιωτών του σιδηροδρόμου. Επιπλέον, η μελέτη κτιρίου μεγάλης κλίμακας σε συνδυασμό με την παράμετρο του σχεδιασμού δημόσιου κτιρίου μέσα σε πυκνοδομημένο αστικό ιστό, αποτέλεσαν επίσης αποφασιστικές προκλήσεις της μελέτης.
Η ίδια η λειτουργία του σιδηροδρομικού σταθμού εμπεριέχει, εκτός από την ίδια τη συνθήκη της μεταφοράς και μετακίνησης πλήθους ανθρώπων, και μια ποιητική και κατ’ επέκταση γοητευτική έκφανση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι σημείο συνάντησης και αποχωρισμού, αρχής και τέλους εμπειριών, σημείο αναφοράς της δημόσιας ζωής, αλλά και τοπόσημο για κάθε πόλη που βρίσκεται. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πλήθος ταινιών, λογοτεχνικών κειμένων και άλλων εικαστικών δημιουργημάτων έχουν πραγματοποιηθεί με άμεση ή έμμεση αναφορά στον σιδηρόδρομο γενικά, αλλά και τους ίδιους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς ειδικότερα.
Βασικό ζητούμενο της μελέτης (α) αποτελεί η ικανοποίηση των αυξημένων και πολύπλοκων λειτουργικών αναγκών μιας τέτοιας χρήσης, με ταυτόχρονη εύρεση της βέλτιστης αρχιτεκτονικής επίλυσης. Η χωροθέτηση του κτιρίου σε ένα νευραλγικό σημείο της Αθήνας και η επαφή του με τον ιστορικό πυρήνα της πόλης, θέτει ένα δεύτερο ζητούμενο, αυτό της φιλοξενίας μέσα του μιας σειράς αστικών λειτουργιών (β). Στόχος του παραπάνω είναι η δημιουργία ενός σταθμού τέτοιου, που να αποτελεί όχι μόνο αυτόνομο σημείο αναφοράς, αλλά και κομμάτι της πόλης που το περιβάλει. Επιπλέον, και μέσα από το σχεδιασμό, γίνεται προσπάθεια να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτήρας μιας υποβαθμισμένης περιοχής της Αθήνας. Διαμορφώνεται έτσι και το τρίτο ζητούμενο, η ανάγκη προσέγγισης της μελέτης ως αστικού σχεδιασμού (γ), παίρνοντας αφορμές από την πόλη, ώστε να διαμορφώσει την κτιριακή δομή και να επιστρέψει το νέο δομικό σύνολο και πάλι στην πόλη.