Η συνάντηση του παραδοσιακού θεσμού του μουσείου με το σύγχρονο υποκείμενο γεννά την ανάγκη αναπροσδιορισμού της μεταξύ τους σχέσης. Αποδεσμεύοντας το μουσείο από τον καθιερωμένο ρόλο του ως δοχείο γνώσης και του επισκέπτη ως παθητικό υποκείμενο, στην παρούσα διπλωματική εργασία, εξερευνώνται οι πιθανές προοπτικές ενός μουσειακού δικτύου που έρχεται σε άμεσο διάλογο με την πόλη.
Το μουσειακό βίωμα τροποποιείται ανάλογα με το αστικό σχέδιο. Δημιουργούνται αφηγηματικά δίκτυα στον ιστό της πόλης, μέσω των οποίων το υποκείμενο μπορεί να έρθει σε επαφή με μουσειακά ίχνη. Η πόλη γίνεται το κέντρο της αλληλεπίδρασης, ο μεσολαβητής μεταξύ μουσείου και σύγχρονου υποκείμενου. Απτά αντικείμενα, αισθήσεις, νοήματα και αφηγήσεις εμπλέκονται και δημιουργούν χιμαιρικά σενάρια. Το μουσείο βγαίνει από τους τοίχους του, τα εκθέματα ανακατατάσσονται, επανερμηνεύονται, δημιουργούν συνειρμούς και αντιπαρατίθενται με ετερόκλητα στοιχεία. Έτσι γεννιούνται οι χίμαιρες.
Έχοντας ως βασικούς ερευνητικούς στόχους την αναθεώρηση των αφηγηματικών πλαισίων, την αισθητηριακή βίωση, τη διάδραση και την εξατομίκευση, η πρόταση περιλαμβάνει ένα σύμπλεγμα, φυσικών και μη, δικτύων που λειτουργούν ταυτόχρονα, ενισχύοντας και εξελίσσοντας τον πυρήνα των μουσείων. Δημιουργείται ένα πλέγμα χωρικών μουσειακών εμπειριών στην πόλη του Βόλου και, συγχρόνως, μια ψηφιακή εφαρμογή που προωθεί την εμπλοκή του υποκειμένου με τα μουσειακά ερεθίσματα στοχεύοντας σε μια εξατομικευμένη σχέση. Ο συνδυασμός όλων των επιμέρους στοιχείων συγκροτεί ένα δίκτυο αλληλεπιδράσεων μεταξύ ανθρώπων, μουσειακού ίχνους και πόλης και οδηγεί σε αφηγηματικές διαδρομές βάση προσωπικών διεργασιών.
Η έκβαση της έρευνας είναι ένα κολλάζ ετερόκλητων στοιχείων, ένα πολυτροπικό, μουσειακό αφήγημα, μια εν δυνάμει χίμαιρα.