Από τη δεκαετία του ’70, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα έντονη δραστηριοποίηση στην εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων, μέχρι και σήμερα με τις συζητήσεις για τα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική αλλά και τις μελέτες για εξόρυξη υδρογονανθράκων στην Ήπειρο, το ζήτημα των αναγκαστικών μετεγκαταστάσεων γίνεται ολοένα και πιο καίριο. Συγκεκριμένα, στην ευρύτερη περιοχή του νομού Κοζάνης, στο λεκανοπέδιο Εορδαίας, η εξόρυξη λιγνίτη αποτελεί το βασικό αίτιο της μετακίνησης πληθυσμού, εντός και εκτός των ορίων του νομού. Μετεγκαταστάσεις που ολοκληρώθηκαν, μετεγκαταστάσεις που βρίσκονται σε αναμονή και ορισμένες προς συζήτηση έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των κοινωνικών μαζών και του ανάγλυφου της περιοχής. Τόσο σε ατομικό επίπεδο αλλά και συλλογικό, η διαδικασία της εξόρυξης προκαλεί έντονες αντιδράσεις και ανησυχίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνοδεύουν τον κύκλο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος σε όλη την Ελλάδα.
Δεδομένου ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική αξίζει να μελετηθούν και να αναλυθούν η προέλευση του φαινομένου, η διαδικασία που ακολουθείται στο σύνολό της, η νομοθεσία που την διέπει αλλά και οι παράγοντες οι οποίοι εμπλέκονται ή επηρεάζονται, άμεσα ή έμμεσα, από αυτές τις χωρικές μετατοπίσεις. Παράλληλα, το γεγονός πως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σταδιακά αποσπάται από την κρατική επιμέλεια επιτρέπει την ένταξη ιδιωτικών παραγόντων στην εκμετάλλευση του φυσικού μονοπωλίου, έχοντας καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία νέων οικισμών αλλά και στη βιωσιμότητα παλαιών. Εξαιτίας της κρισιμότητας της κατάστασης, λοιπόν, αναγκαία είναι η εφαρμογή κοινής στρατηγικής στις τακτικές των μετεγκαταστάσεων αλλά και η ευρύτερη αλλαγή στην πολιτική αντιμετώπιση σε θέματα που αφορούν το περιβάλλον και την υγεία.