Οι κομπάρσοι στο σινεμά είναι κάτι ανάμεσα σε ρόλοι και σκηνικά. Η απεικόνιση του κόσμου στον οποίο κινείται μια ιστορία είναι αποτέλεσμα συνειδητής ή ασυνείδητης επιλογής. Υπάρχουν σκηνές που οι κομπάρσοι είναι απλώς μια επίφαση αληθοφάνειας, η αφήγηση θα δούλευε και χωρίς αυτούς. Υπάρχουν όμως και αυτές που αν τους αφαιρέσεις δεν είναι πια η σκηνή.
Τη θέση και την λειτουργία των κομπάρσων, των πολλών και ανώνυμων, θα την αναλύσουμε δανειζόμενοι την έννοια του Πλήθους. Αλλά για να συνδέσουμε μια πολιτική θεωρία που εξετάζει την ύπαρξη των πολλών με το σινεμά, μια βιομηχανική τέχνη, θα πρέπει πρώτα να πιάσουμε το πρόβλημα της πραγματικότητας στον κινηματογράφο. Η σχέση της πραγματικότητας με την κατασκευασμένη φιλμική πραγματικότητα αποδίδεται με τους όρους ενεργή και δυνητική.
Σαν βάση για την ανίχνευση της γοητείας που ασκεί ο κινηματογράφος, της πλατιάς αποδοχής του, εξετάζεται η «αίγλη» ενός έργου, μια έννοια που σχετίζεται με το εδώ και το τώρα. Το τεχνικό αντίγραφο θίγει την αυθεντικότητα και όταν μιλάμε για ένα έργο που προορίζεται για μαζική αναπαραγωγή και έκθεση, όπως οι ταινίες, πρέπει να δούμε τι μένει όταν φεύγει η αίγλη, και τι κερδίζουμε από την απώλειά της.
Το φιλμ είναι ένα πεδίο που φέρνει αντικείμενα και ρόλους σε συσχετισμό. Μέσα σε πλάνα ψάχνουμε τη σχέση ενός-πολλών, τι ζητάει η αφήγηση από αυτούς στο βάθος, τι προσφέρουν και τι μπορούν να προσφέρουν αυτοί που δεν συστήνονται και ίσως γιατί χρειάζεται να μην έχει συστηθεί. Δεν είναι δυνατό να κατατάξουμε όλα τα στοιχεία του φιλμ, πάντα κάτι θα περισσεύει. Η περίσσεια δε βρίσκεται στην άκρη αλλά ανάμεσα στα ενεργά στοιχεία. Το ζωντανό φόντο μερικές φορές τραβάει για λίγο την προσοχή μας, άλλες μας επηρεάζει χωρίς να το αντιληφθούμε. Όταν αρχίζει να διεκδικεί ρόλο, θίγει τις ιεραρχίες. Ίσως αυτές είναι οι φορές που μπορούμε να ισχυριστούμε πως εμφανίζεται το Πλήθος.