Ρίχνοντας µια γρήγορη µατιά στα µεγάλα εικαστικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων, παρατηρούµε αµέσως ότι η ταραχώδης κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα της Ελλάδας αποτελεί κεντρική “πηγή έµπνευσης” της καλλιτεχνικής παραγωγής. Μάλιστα, µια σειρά από εκθέσεις και καλλιτεχνικά projectsεπιδιώκουν να εκφράσουν έναν έντονα ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο, αφοµοιώνοντας ιδέες και πρακτικές που έχουν προέλθει από τα πολύµορφα κοινωνικά κινήµατα της περιόδου. Την ίδια στιγµή όµως που η σύγχρονη τέχνη γίνεται όλο και πιο ριζοσπαστική, η εξάρτηση της από ιδιωτικούς θεσµούς ολοένα και αυξάνεται.
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να µελετήσει τη συνύπαρξη τέχνης και πολιτικής στην επίσηµη πολιτιστική παραγωγή της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία. Έχοντας ως βασικούς άξονες της µελέτης µας δύο κυρίαρχες αλλά αντιφατικές τάσεις της σύγχρονης τέχνης, την κοινωνική της στροφή και τη θεσµική της ενσωµάτωση, επιδιώκουµε να σκιαγραφήσουµε τα όρια και τις δυνατότητες που αναδύονται µέσα από αυτή την συνύπαρξη. Για να µπορέσει να γίνει κατανοητή αυτή τη συνθήκη, γίνεται πρώτιστος µια αναφορά στη σχέση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας µε τους κυρίαρχους θεσµούς ανά ιστορικές φάσεις και µελετώνται διαφορετικές θεωρήσεις σχετικά µε το τι είναι “πολιτικό” και “αυτονοµία” στην τέχνη. Στη συνέχεια η ανάλυση επικεντρώνεται στη σύγχρονη τέχνη του 21ου αιώνα σε διεθνές επίπεδο, εστιάζοντας στις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες µέσα στις οποίες παράγεται, διανέµεται και καταναλώνεται, εντοπίζοντας τα χαρακτηριστικά αυτά στα ελληνικά παραδείγµατα. Τέλος, περιγράφονται καλλιτεχνικές δράσεις και εγχειρήµατα που αναδύθηκαν της περίοδο της κρίσης και επιχείρησαν να δράσουν έξω από τα όρια της επίσηµης πολιτιστικής πολιτικής.
Σκοπός της έρευνας δεν είναι να υπερασπιστεί ή να καταγγείλει ένα συγκεκριµένο µοντέλο παραγωγής της τέχνης, αλλά να συµβάλει στον αναστοχασµό γύρω από το σύνθετο ρόλο της τέχνης και της κουλτούρας σήµερα. Από ποίον και για ποίον παράγεται η ριζοσπαστική τέχνη; Έχει τη δύναµη να επιφέρει κοινωνικές αλλαγές ή συντελεί στην αισθητικοποίηση των κοινωνικών συγκρούσεων;