Στο παρόν τεύχος αναπτύσσεται μια σειρά προβληματισμών σχετικά με την αναλογία του δίπολου φύσης - πολιτισμού στη σύγχρονη κοινωνία, μελετώντας τα επείγοντα ερωτήματα που ανεγείρονται γύρω από τη φύση και την οικολογία στην αρχιτεκτονική συζήτηση καθώς και το μέχρι τώρα ανεξερεύνητο “τοπίο” της υπαίθρου. Επιπροσθέτως, εξετάζονται έννοιες όπως τα “μετα-ανθρώπινα τοπία ”, η “ανθρωπόκαινος” και το “οικολογικό φαντασιακό” σε μία προσπάθεια αποκωδικοποίησης τους και εισαγωγής στο πλαίσιο έρευνας που θα ακολουθήσει.
Η αρχιτεκτονική μορφή οικειοποιείται τον χώρο προς ικανοποίηση του άνθρωπου - ορίζοντας ένα τεχνητό όριο που τοποθετείται σε ένα εξωτερικό φόντο, στην άγρια ζωή, στο χάος, με άλλα λόγια στη Φύση, την εναπομείνουσα εξαίρεση του αρχιτεκτονικού “εντός”. Η κλασική πόλη έκανε το ίδιο πράγμα, αλλά σε μια πιο κοινοτική κλίμακα: περιείχε τον οικισμό των πολιτισμένων δημόσιων χώρων “εντός” διαχωρίζοντας τον από την εξωτερική ύπαιθρο. Η σύγχρονη μητρόπολη ανακατεύει και αναμιγνύει αυτές τις κάποτε σταθερές και αιχμηρές αντιθέσεις, θολώνοντας τα όρια των τυπολογικών διαφορών και εξαπλώνεται, μέχρι που η ίδια γίνεται ένα είδος υπόβαθρου και επομένως θα μπορούσε κανείς να πει ένα είδος "φύσης". Αυτό συνέβη, ακριβώς επειδή η ίδια η ιδέα της φύσης σταδιακά άλλαξε (εν μέρει λόγω της επιστήμης, κυρίως λόγω της βιομηχανίας), και στο πρώτο μισό αυτού του τεύχους θα γίνει μια προσπάθεια κατανόησης αυτής της σχέσης σήμερα.
Παράλληλα ενώ η προσοχή της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κοινότητας απορροφάται από την πόλη, πολλές αγροτικές περιοχές αντιμετωπίζουν επιταχυνόμενες αλλαγές εξαιτίας της αυξημένης αυτοματοποίησης, της εμφάνισης της τεχνολογίας και των νέων συστημάτων, τα οποία αναμορφώνουν το έδαφος. Έτσι η ύπαιθρος σήμερα αποτελεί ένα παράδοξο και ταυτόχρονα ένα αντίστροφο παράδειγμα για την αποσαφήνιση των ορίων του δίπολου φύσης – πολιτισμού. Το δεύτερο τμήμα του τεύχους επικεντρώνεται λοιπόν στα νέα δεδομένα που υπάρχουν στην ύπαιθρο της ψηφιακής εποχής και διερωτάται για το τι μπορεί να συμβεί στη συνέχεια.