Πώς oτόπος μας παρακινεί να τον κατοικήσουμε; Η παρούσα διπλωματική πραγματεύεται το ζήτημα της προσωρινής διαβίωσης στην ύπαιθρο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Αρχαίας Λισού στην Κρήτη. Η Λισός αποτελεί σημείο στάσης για τους περιπατητές που ακολουθούν το Ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 και είναι προσβάσιμη μόνο με πεζοπορία ή με βάρκα. Αποτελεί συνεπώς τόπο δυσπρόσιτο που όμως εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού του, προσελκύει ταξιδιώτες που αναζητούν την επανασύνδεση με τη φύση, την ελάχιστη κατοίκηση μέσα σε αυτήν και ενδεχομένως την πνευματικότητά τους. Για να το πετύχουν αυτό έχουν αποδεχθεί το γεγονός πως πρόκειται για ένα διάστημα να απολέσουν σημαντικό κομμάτι των ανέσεών τους. Το υποκείμενο της έρευνας σε αυτήν την εργασία γίνεται αυτός ο τύπος ταξιδιώτη ο οποίος μέσα από την εφαρμογή της σωματικής πρακτικής του περπατήματος θα προσπαθήσει να αποκαλύψει τα νοήματα που συνδέουν τον άνθρωπο με το περιβάλλον και τον ωθούν στο να γίνει από περαστικός, κάτοικος. Η αρχιτεκτονική γίνεται το μέσο που θα του επιτρέψει να κατοικήσει και να διαμορφώσει τη ζωή του πάνω στον τόπο αφού του παρέχει στοιχεία προσανατολισμού και μέσα ικανοποίησης των αναγκών του. Πώς ωστόσο μπορεί η αρχιτεκτονική να προσεγγίσει έναν τόπο που κουβαλά μνήμες και ερείπια του παρελθόντος, τραυματίζοντας και αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα του τοπίου όσο το δυνατόν λιγότερο; Αφού απορρίφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης αυτού του ζητήματος πολλές από τις παραδοσιακές πρακτικές εφαρμογές της αρχιτεκτονικής στον τομέα της φιλοξενίας, κατασκευάστηκε μια νέα συνθήκη όπου τα κτίσματα στέκονται ελεύθερα και ανοικτά στο τοπίο, χάνοντας την ταυτότητά τους ως κτίρια και προσφέροντας στους ταξιδιώτες μια στοιχειώδη κάλυψη των αναγκών διαβίωσής τους στην ύπαιθρο στα πλαίσια της συλλογικής ζωής.