Στο μέλλον, το παρελθόν δεν θα ξεθάβεται - θα ανακτάται.
Η διπλωματική “Ψυχρά Δεδομένα” ξεκινάει με την παραδοχή πως, καθώς μεγαλώνει ο όγκος προσωπικών δεδομένων του κάθε ατόμου στο Cloud, αρχίζει και αμφισβητείται το κατά πόσο η ψηφιακή του ύπαρξη και παρουσία είναι υποδεέστερη ή ακόμα και απλώς συμπληρωματική της φυσικής. Βάσει αυτής της σκέψης, εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους αυτή η νέα συνθήκη μπορεί να ενημερώσει τα τοπία θανάτου και να τα επανανοηματοδοτήσει ως κατεξοχήν τοπία μνήμης, διαχείρισης του σώματος και αρχειοθέτησης προσωπικών δεδομένων. Συγκεκριμένα, αποτελεί μία πρόταση ανάκτησης της πρακτικής του αρχείου ως τον πυρήνα μίας κοινής, απολύτως προσβάσιμης κουλτούρας του θανάτου και προτείνει μία νέα τυπολογία για την αρχιτεκτονική του θανάτου της ψηφιακής εποχής.
Ο σχεδιασμός αντλεί πληροφορία από την αρχιτεκτονική υποδομών όπως server farms, data storage vaults και modular data centers ενώ παράλληλα διατηρεί ως πυρήνα του τη σχέση αρχιτεκτονικής και τοπίου, ειδικά όπως αυτή έχει εξελιχθεί στους τόπους θανάτου από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται τόσο στην ιδέα της νήσου ως ένας αυθύπαρκτος και αυτοτελής κόσμος ορίων, ετεροτήτων και φαντασιώσεων όσο και στην ανάγνωση του εδάφους ως τον κατεξοχήν γεωφυσικό κόσμο μετάδοσης, αποθήκευσης και αρχειοθέτησης πληροφορίας. Τέλος, η αφήγηση της αρχιτεκτονικής πρότασης δομείται επάνω σε τρεις, βασικές και συμπληρωματικές σχέσεις: τη σχέση του ανθρώπου με το τοπίο (νησί), την πληροφορία (κενοτάφιο) και το σώμα (αποτεφρωτήριο).