Το παρόν ερευνητικό θέμα πραγματεύεται την πορεία που ακολούθησε ο σχεδιασμός της Νέας Σμύρνης, ενός προσφυγικού προαστίου, καθώς επιχειρεί να διερευνήσει τις αιτίες κατά τις οποίες η περιοχή απέτυχε στη δημιουργία συνοικισμού με όρους κηπούπολης. Τοποθετώντας τα σημερινά όρια της περιοχής στο χάρτη και κατανοώντας τις θεωρίες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η ιδέα της κηπούπολης η έρευνα θα εστιάσει στις αρχικές προσπάθειες συνολικού σχεδιασμού αναζητώντας τους παράγοντες που οδήγησαν στην απόκλιση από τον αρχικό στόχο: τη δημιουργία της Νέας Σμύρνης ως προσφυγικό κηποπροάστιο με πρότυπο το Ψυχικό. Η εμπλοκή της Εκκλησίας στις υποθέσεις του συνοικισμού, η ιδιωτική πρωτοβουλία καθώς και η ευρωπαϊκές επενδύσεις φαίνεται να έθεσαν τις βάσεις στην ανοικοδόμηση της Νέας Σμύρνης πριν το 1940. Παρόλα αυτά η ρυμοτομία της περιοχής αναπτύσσεται μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποκτώντας στα τέλη της δεκαετίας του’70 τα σημερινά της σύνορα. Στη διάρκεια των τριάντα αυτών χρόνων η Νέα Σμύρνη απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το αρχικό όραμα σχεδιασμού της επαναπροσδιορίζοντας τους κανονισμούς δόμησης. Η εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα του 1950 είναι η αιτία που ενίσχυσε την ανάγκη άμεσης στέγασης με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της οικοδομικής δραστηριότητας με όρους εντελώς διαφορετκούς από τις αρχικές προθέσεις σχεδιασμού της εν λόγω περιοχής. Η ίδεα ενός οργανωμένου και δομημένου σύμφωνα με αρχιτεκτονικές σχεδιαστικές αρχές προαστίου παρόλα αυτά δεν εγκαταλείφθηκε. Οι παρεμβάσεις του Δήμου είναι συχνές και σκοπεύουν στη βελτίωση του αστικού τοπίου λειτουργικά και αισθητικά. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Νέα Σμύρνη καταφέρνει να αποτελεί ένα κηποπροάστιο όπως αρχικά στόχευε, ή αν απέτυχε σε όλη την πορεία της πολεοδομικής της εξέλιξης να φέρει εις πέρας τον στόχο της.