Η παρούσα ερευνητική εργασία έχει ως στόχο την εξερεύνηση της εξέλιξης της προσαρμόσιμης αρχιτεκτονικής όπως την σκιαγράφησε η μεταπολεμική αρχιτεκτονική πρωτοπορία μέχρι τις σύγχρονες εκφάνσεις της,
Ξεκινώντας από τα τεχνικά ασαφή προσχέδια του CedricPrice μέχρι τα πρώτα εγχειρήματα του Oosterhuis αυτή η ερευνητική εργασία θα αναζητήσει την δυνατότητα δια δραστικών και προσαρμόσιμων περιβαλλόντων σε πραγματικές συνθήκες στην υπηρεσία των χρηστών τους. Παρατηρώντας την συνεχώς εξελισσόμενη ενσωματωμένη νοημοσύνη στην περίοδο αυτή που ερευνάται, θα μπορούσε να περιμένει κανείς νέες αρχιτεκτονικές ποιότητες σε συνάρτηση με τον χρόνο. Χώροι οι οποίοι αντιδρούν, σκέφτονται και προτείνουν. Θέτοντας έτσι το ερώτημα του πώς μία συζήτηση μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ του ανθρώπου και της αρχιτεκτονικής, κατά πόσο αληθινή μπορεί να είναι αυτή και πως ο άνθρωπος θα μπορούσε να συμπεριφερθεί μέσα σε μια τέτοιου είδους αρχιτεκτονική.
Η εργασία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει έναν οδηγό των τελευταίων 7 δεκαετιών σε συνάρτηση με τις διαδράσεις μεταξύ αρχιτεκτονικής και κυβερνητικής, μεταξύ έμβιων χρηστών και ημιαυτόνομων περιβαλλόντων , φαντασιακών συνθηκών και πραγματικότητας στα πλαίσια της τεχνητής νοημοσύνης. Αναλύοντας μέχρι έναν βαθμό τις τεχνικές προδιαγραφές των μηχανικών συστημάτων , την συνδεσμολογία των τμημάτων που τα αποτελούν αλλά και τις φιλοσοφικές πλευρές των project που καταγράφονται ως προς τις κοινωνικές τους ικανότητες αλλά και ως προς την αντίληψή τους από τον χρήστη.
Αντιμετωπίζοντας, τελικά, την αρχιτεκτονική ως ένα σύστημα παραγωγής χώρου, και όχι ένα τετελεσμένο προϊόν της διαδικασίας αυτής, αμφισβητείται η θέση του αρχιτέκτονα ως καθολικού σχεδιαστή. Προτείνονται κατευθύνσεις στις οποίες ο χώρος έχει την δική του συνείδηση και αυτενέργεια και προσαρμόζεται στις μοναδικές και συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των χρηστών του. Δεν μιλάμε πλέον για ένα χωρικό στιγμιότυπο αλλά για ένα ευέλικτα μετασχηματιζόμενο «καλούπι» χώρων.