Η σύνδεση της τέχνης με τον σχεδιασμό και την παραγωγή, η συλλογικότητα, η άρνηση του ψευδαισθητικού χώρου της εικόνας και οι ποικίλες δραστηριότητες σωματικής παρουσίας στους χώρους της πόλης υπήρξαν αιτήματα του ριζοσπαστικού μοντερνισμού του 20ού αιώνα, που επιχείρησαν να θέσουν νέες βάσεις στις σχέσεις των τεχνών με την αρχιτεκτονική, σε μία προοπτική πολιτικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης.
Σήμερα, σε μία εποχή αστικού κατακερματισμού, ομοιογενοποίησης, αλλά και κρίσης στις σχέσεις τόπου και υποκειμένου, τόσο η αρχιτεκτονική της τέχνης όσο και η τέχνη της αρχιτεκτονικής, μοιράζονται κοινούς στόχους αναστοχασμού και ανασχεδιασμού της δημόσιας σφαίρας. Η αρχιτεκτονική δεν παρέχει μόνο κτισμένα πλαίσια, αλλά προβάλει και σενάρια οργάνωσης συμπεριφορών και τρόπων ζωής, ενώ η τέχνη δεν παρέχει μόνο αισθητικές αξίες, αλλά μέσω διαλογικών διαδικασιών και βιωματικώνεμπειριών, επιχειρεί την επαναταυτοποίηση του τόπου και την ενεργοποίηση του κοινού.
Βασικός άξονας της έρευνας είναι η μελέτη ομάδων που έδρασαν ή δρουν, ακόμα, συλλογικά από τη δεκαετία του 90 έως και σήμερα στην ελληνική πόλη. Στόχος είναι η ένταξη των ομάδων στο θεωρητικό υπόβαθρο που τέθηκε, καθώς και η συσχέτιση τους με βάση τις δράσεις τους. Ειδικότερα, οι κύριες έννοιες που αναλύονται είναι η δημόσια τέχνη, ο δημόσιος χώρος και η δημόσια σφαίρα, η συμμετοχική τέχνη και το πολιτικό στην τέχνη.
Ασκείται κριτική στις εξεταζόμενες ομάδες δράσης όσον αφορά τη συσχέτιση τους με το κοινό κατά τη διάρκεια των δράσεων, την παραγωγή δημόσιας σφαίρας, τον τρόπο συλλογικής οργάνωσης όπως και τη διαδικασία των δράσεων.
Τέλος, διαπιστώνεται ο ρόλος της Δημόσιας Τέχνης στον ελληνικό αστικό χώρο ως στοιχείο του κοινωνικού, πολιτιστικού καιπολιτικούιστού της πόλης.