Η διπλωματική εργασία επικεντρώνεται στην προσωρινή φιλοξενία των αστέγων της Θεσσαλονίκης και στην παράλληλη εκπαίδευση και στήριξή τους, προκειμένου να επανενταχτούν ως ενεργοί κι ανεξάρτητοι πολίτες στην κοινωνία. Το σύνολο των δομών που υπάρχουν για τους αστέγους στελεχώνεται από μη-κυβερνητικές οργανώσεις και τα κτίρια που φιλοξενούν σήμερα αυτές τις δομές δεν είναι άλλα από διαμερίσματα περιορισμένων παροχών και δυνατοτήτων τα οποία ενοικιάζονται προσωρινά για αυτούς τους σκοπούς. Η παρατήρηση αυτή ήταν και ο βασικός λόγος για την επιλογή του θέματος. Η έρευνα αφορά στη μελέτη και το σχεδιασμό ενός κέντρου που συγκεντρώνει τις αναγκαίες δομές και τις στεγάζει σε εννιαίο χώρο προκειμένου να λειτουργούν αποτελεσματικότερα και να μην έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Η χωροθέτηση βασίστηκε σε μία σειρά επιδιώξεων. Αναζητήθηκε κενό οικόπεδο στη δυτική περιοχή της πόλης που να διαθέτει επαρκή έκταση για την ανάπτυξη του προγράμματος και που να προσφέρει εύκολη πρόσβαση στην πόλη και στις συγκοινωνίες, χωρίς ωστόσο να διαταράσσει τη συνοχή της τοπικής κοινωνίας. Βάσει των παραπάνω επιλέχτηκε το οικόπεδο επί των οδών Γιαννιτσών και Δάφνης στη δυτική Θεσσαλονίκη, σε μία περιοχή με έντονη εμπορική και βιομηχανική παρουσία και λιγότερες κατοικίες. Το κτιριολογικό πρόγραμμα για το κέντρο περιλαμβάνει τόσο δομές για τη στέγαση και τη φιλοξενία των αστέγων όσο και εγκαταστάσεις για την υποστήριξη και την εκπαίδευσή τους με στόχο την αυτονόμηση και επανένταξη στην κοινωνία. Ο διαχωρισμός των λειτουργιών γίνεται σε τρία ξεχωριστά κτίρια. Το πρώτο διαθέτει κέντρο ημέρας, χώρους διημέρευσης, τραπεζαρία και το βασικό χώρο του υπνωτηρίου. Το δεύτερο κτίριο διαθέτει χώρους φιλοξενίας οικογενειών με παιδιά ή ατόμων με μεγαλύτερη ανεξαρτησία και υψηλή κατάρτιση. Τέλος, το τρίτο κτίριο διαθέτει χώρους εκπαίδευσης, βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, ιατρείο και χώρους συμβουλευτικής και υποστήριξης.