Το παρόν ερευνητικό έχει ως στόχο την αναζήτηση των χωροχρονικών εκφάνσεων της προβολής σε μη επίπεδες επιφάνειες, ή αλλιώς, όπως είναι ευρέως γνωστό, το Projection Mapping, και τη διασύνδεση του με τις διαδικασίες παραγωγής χώρου.
Το θέμα αντιμετωπίζεται μέσα από το πρίσμα της τεχνολογικής εξέλιξης που ταυτόχρονα με το γενικότερο πλαίσιο της ανθρώπινης καθημερινότητας ορίζει πλέον και σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική πρακτική. Το Projection Mapping αναφέρεται συχνά ως ένα μέσο επαύξησης της πραγματικότητας και τη χωρικής εμπειρίας μέσα από την μεταφορά τρισδιάστατων απεικονίσε- ων στον φυσικό χώρο. Με αφορμή την ανάδυση ενός δυνητικού χώρου παραγόμενου από ψηφιακά μέσα μέσω της προβολής μπορούν να τεθούν ερωτήματα σχετικά με το πού και με ποιόν τρόπο εμφανίζεται αυτός ο δυνητικός χώρος, τι διαστάσεις παίρνει, και ποια σημασία μπορεί να λάβει στις σύγχρονες αρχιτεκτονικές διαδικασίες.
Κρίνεται λοιπόν σκόπιμο σε αυτού του είδους την έρευνα, αφού οριστεί το διαπραγματευόμενο θέμα, να γίνει μια αναζήτηση και ανάλυση ενός δείγματος παραδειγμάτων – εκτελέσεων προβο- λών σε τρισδιάστατες επιφάνειες. Η συγκέντρωση και η ανάλυση των παραδειγμάτων αποσκοπεί στη δημιουργία μιας βάσης πάνω στην οποία μπορούν να παρατηρηθούν τα στοιχεία που ορίζουν το Projection Mapping ως έννοια και ως πρακτική. Μέσα από την παρατήρηση των στοιχείων αυτών προκύπτει η συμμετοχή στην έρευνα και εξάγονται συμπερασματικά σχόλια σχετικά με έννοιες που μπορεί να συνδεθεί.
Η ενασχόληση με τα παραδείγματα οδηγεί στις έννοιες του «χωρικού διαγράμματος», της «εμψύ- χωσης» και της «μεταμόρφωσης» ως τρία βασικά σημεία τομής αρχιτεκτονικής και προβολής σε μη επίπεδες επιφάνειες. Το Projection Mapping ως μια τεχνική απελευθερωμένη από τα αυστηρά όρια της φύσης ορίζει μια νέα συνθήκη στην αναλογική πραγματικότητα στην οποία κτίρια και αντικείμενα χρησιμοποιούνται ως διαδραστικά εργαλεία παραγωγής χώρου, μέσω της κίνησης και του επαναπροσδιορισμού της φόρμας.