Ανάμεσα στα εργαλεία που συντροφεύουν τον άνθρωπο στην αδιάκοπη προσπάθειά του να διερευνήσει τον κόσμο, να γνωρίσει τον εαυτό του και να ανακαλύψει το νόημα της ύπαρξής του, εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στον τρόπο που αναπτύσσεται η ανθρώπινη σκέψη είναι η ποίηση. Πώς λειτουργεί, όμως, μία ποιητική γλώσσα, όταν αποτελείται από στοιχεία εκτός λεξιλογίου, όπως είναι οι τρέχουσες εικόνες μίας ταινίας; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, συνιστά τον στόχο αυτού του κειμένου. Ξετυλίγεται μία αναζήτηση της ποιητικής ταινίας, της ταινίας που προκαλεί το αίσθημα περισσότερο από τη λογική. Ωστόσο, το κείμενο αυτό δεν είναι ένας ποιητικός οδηγός, δε φιλοδοξεί να οδηγήσει στον ορισμό των μέσων και των τεχνικών που θα καθιστούσαν μία ταινία ποιητική. Το κείμενο αυτό βασίζεται πρωταρχικά στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης αντίληψης, ξεκινάει την αναζήτησή του από το υποκείμενο που κάθε φορά ζωντανεύει την πραγματικότητα με το προσωπικό του σύνολο αισθήσεων. Κατά συνέπεια, η ταινία, ως άλλο ένα αντιληπτικό φαινόμενο, δε θα μπορούσε να ονομαστεί ποιητική χρησιμοποιώντας τον ίδιο ορισμό για όλους· το μάτι του θεατή την καθιστά κάθε φορά μοναδική. Η αναζήτηση της ποιητικότητας στα στοιχεία της ταινίας (την εικόνα, τον εγγραφόμενο χρόνο), σχεδόν πάντα καταλήγει στην ποιητική της παρατήρησης. Η ταινία είναι μία συναισθηματική πραγματικότητα, και μ’ αυτή την ιδιότητα τη δέχεται ο θεατής, σαν δεύτερη πραγματικότητα. Κυρίαρχο ρόλο στα ερωτήματα που τίθενται στο κείμενο και πηγή έμπνευσης κατά την προσέγγισή τους, αποτελεί ο ρώσος σκηνοθέτης Andrei Tarkovsky. Οι ταινίες και τα κείμενα του Tarkovsky, δύο διαφορετικές οντότητες με συχνά συγκρουόμενες μεταξύ τους στοχεύσεις, αποτελούν, το καθένα με την ξεχωριστή του ταυτότητα, έναν βασικό οδηγό για το κείμενο.