Πρόκειται για έναν τόπο με στοιχεία της αρχιτεκτονικής που αφορούν την πρακτικότητα (εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών) αλλά δομημένος χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό των καλλιτεχνικών εγκαταστάσεων.
Ένας μηχανισμός ανοικείωσης του καθημερινού.
Εδώ το οικείο που ανοικειώνεται είναι το πιο τετριμμένο καθημερινό οικείο, το απαραίτητο για την επιβίωση, κατοικείν : η ενέργεια της τροφής, του ύπνου και της προσωπικής υγιεινής.
Η καθημερινή ζωή εμπεριέχει τυχαιότητα. Αφαιρώντας την “κανονικότητα” και δημιουργώντας εκούσια “λαθη”/ελαττώματα στο συνηθισμένο, μπορούμε να αναστοχαστούμε αυτές τις καθημερινές πρακτικές που μέσα από την επαναληπτικότητά τους έχουν χαθεί εννοιολογικά. Αυτή η αποδέσμευση και διακοπή της συνήθειας μετατοπίζει την κατοίκηση σε νέους όρους. Ενεργοποιείται η σκέψη πάνω στο κατοικείν: αυτό το inhabit όπου το habit (με την έννοια της συνήθειας) αφαιρείται, και το περιεχόμενο του, όσον αφορά τις πρακτικές ανάγκες, παίρνει νέο νόημα. Είναι μια πλατφόρμα αναστοχασμού του habitus (P. Bourdieu).
Ο “εξοπλισμός” για την επιτέλεση των καθημερινών αναγκών δίνεται με ένα λιγότερο έτοιμο τρόπο.
Το κτίσμα αποτελείται από ένα αρχιπέλαγος χρήσεων, σε κάθε μια από τις οποίες είτε έχει πειραχτεί μια παράμετρος, είτε υπάρχουν με έναν παράδοξο τρόπο στον χώρο, έτσι ώστε να ανοικειώνεται το σύνηθες [ / normal ] περιεχόμενο τους. Αυτό επιτυγχάνετι με δύο τρόπους :
1) με την διαφορετική εμπειρία στην εκτέλεση των καθημερινών αναγκών
2) με την “κανονική”(συνηθισμένη) εκτέλεση τους, που όμως αυτή η εκτέλεση συνοδεύεται από μια ανάλυση και παρουσίαση-έκθεση με κάποιον τρόπο.
Ο σχεδιασμός αυτού του κτίσματος δεν έχει ένα συγκεκριμένο μέρος τοποθέτησης. Είναι ένα μουσείο που θα μπορούσε να βρίσκεται σε μια πλατεία ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του αστικού ιστού. Το παράδοξο είναι η έκθεση των πρακτικών αναγκών εκτός σπιτιού.
Ως ακραία συνθήκη μπορεί να θεωρηθεί η επιλογή να γίνει στο πιο απομονωμένο νησί. Έτσι λοιπόν επιλέγεται το αρχιπέλαγος Tristan da Cunha που απέχει από την κοντινότερη ακτή 2.816 χλμ. και συγκεκριμένα το νησί Nightingale Island.
Είναι ένα υβρίδιο κατοικίας-ξενοδοχείου-πόλης-μουσείου.
Έτσι λοιπόν αυτός ο τόπος :
-Έχει τα χαρακτηριστικά καλλιτεχνικής εγκατάστασης αλλά δεν είναι καλλιτεχνική εγκατάσταση καθώς έχει πρακτική αξία
-Είναι ένας χώρος με μουσειακές συνθήκες. Οι επισκέπτες είναι χρήστες αλλά και θεατές των πρακτικών τους αναγκών. Η επιτέλεση των καθημερινών αναγκών και ο εξοπλισμός του σπιτιού παρουσιάζονται με την λογική των έργων τέχνης.
-Έχει συνθήκες πόλης χωρίς όμως να είναι πόλη. Έχει την τυχαιότητα της πόλης με το ενδεχόμενο συνάντησης του άλλου, αλλά εδώ αυτή η συνύπαρξη συμβαίνει κάτω από άλλους όρους και συνθήκες.
-Έχει τον καθημερινό εξοπλισμό ενός σπιτιού χωρίς να είναι σπίτι.
Όσον αφορά το σπίτι η συνάντηση του ξένου γίνεται στο κατώφλι. Εδώ όλος ο χώρος είναι ένας τόπος μετεωρισμού, μια αμφιταλάντευση μεταξύ οικείου και ανοίκειου, γνωστού και ξένου. Ο κάθε χρήστης απομονώνεται συμβιώνοντας. Στον χώρο αυτό επικρατεί μια αμήχανη συνθήκη που επιζητά την συνεργασία των ατόμων για την ανακάλυψη του τρόπου κατοίκησης και την επιτέλεση των καθημερινών αναγκών.