Το πλήθος είναι μία μη αναγώγιμη πολλαπλότητα. Η Υπερπλασία [όρος δανεισμένος από την παθολογία] είναι μία υποδομή που διατίθεται στο πλήθος, αφήνεται στις πρακτικές του, δέχεται τις υλικές και προγραμματικές παρεμβάσεις του. Είναι μία μη ομοιογενής σύνθεση τόπων, έτοιμη να παραλάβει την ετερογένεια των μοναδικοτήτων και των συσχετισμών που θα δημιουργηθούν.
Τα ''κοινά'' είναι οι συλλογικοί φυσικοί και πολιτισμικοί πόροι που το πλήθος διαχειρίζεται με συμμετοχικές πρακτικές. Η υποδομή είναι ένα αστικό κοινό. Ο κοινός αυτός τόπος δύναται να περιλάβει ενδεχόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και προγράμματα, υπερβαίνοντας το δίπολο μεταξύ δημόσιου - ιδιωτικού χωρίς να το καταργεί.
Η ενδεχομενικότητα είναι η μη πράξη, η εν δυνάμει πραγματοποιήσιμη, που αποτελεί στοιχείο της μη κανονικότητας. Είναι, το “άλλο”, το απρόβλεπτο, το αναπάντεχο, το αποτέλεσμα εκτός των μηχανισμών του συστήματος. Η υποδομή, έχει τη δυνατότητα να παραλάβει εντός της, ενδεχόμενες αστικές συνθήκες, που θα διαμορφωθούν μέσα από τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις απρόβλεπτες συμπεριφορές του πλήθους. Οι ενδεχομενικότητες αυτές δεν δύνανται να προβλεφθούν ή να προσχεδιαστούν, αλλά είναι αποτέλεσμα των παράδοξων μηχανισμών της ευφυΐας του πλήθους.
Η Υπερπλασία τοποθετείται συμβολικά στην πλατεία Πανεπιστημίου στην πόλη του Βόλου. Αποτελείται από οριζόντια και κάθετα στοιχεία που δημιουργούν ένα τρισδιάστατο πλέγμα. Στερημένη προδιαγραφών και λειτουργικών/συμβολικών φορτίσεων αποτελεί μια σάρκα κενών χώρων, έτοιμη να ενσωματώσει αφηγήσεις και ανατροπές, συγκρούσεις και συμβιώσεις. Έτοιμη να παραλάβει ενδεχόμενες συνθήκες προγραμματικής πλήρωσης, που ανταποκρίνονται στο φαντασιακό του πλήθους, και όλες τις δικτυακές και αμφίσημες σχέσεις που αυτό δημιουργεί. Τελικά, ίσως είναι ένα ''κοινωνικό πειραματικό εργαστήρι'', που επιτρέπει εντός του, την αναπαραγωγή όλων εκείνων των εκδηλώσεων που συγκροτούν το πλήθος.