Στόχος αυτής της ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο, τα άτομα που πάσχουν από ψύχωση αντιλαμβάνονται τον προσωπικό τους χώρο και η παρότρυνσή τους να εντοπίσουν τα χαρακτηριστικά εκείνα, που θα συνέθεταν για αυτούς έναν ιδανικό χώρο διαβίωσης. Προκειμένου να επιτευχθεί μια συνθήκη εμπιστοσύνης και επικοινωνίας, διαμορφώθηκε μια μεθοδολογία που βασίστηκε σε σειρά συζητήσεων με μέλη αυτής της κοινωνικής ομάδας. Ως αφετηρία για το διάλογο γίνεται χρήση λογοτεχνικών αποσπασμάτων που εστιάζουν στην περιγραφή χώρων. Μέσα από τις συζητήσεις πάνω στα συγκεκριμένα έργα, επιχειρείται η ανάδυση των χωρικών επιθυμιών κάθε μέλους. Η παραγωγή χωρικών φαντασιώσεων που προκύπτουν από την ανάγνωση, παράγουν το ερέθισμα που πρόκειται να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για το δεύτερο κύκλο συζητήσεων, κατά τον οποίο κάθε ένας από τους αναγνώστες καλείται να περιγράψει τον δικό του ιδανικό, προσωπικό χώρο. Στο σημείο αυτό, γίνεται μια προσπάθεια εντοπισμού κάποιων εννοιών που επανέρχονται στις συζητήσεις, υποδεικνύοντας έτσι τη σημασία τους για τους ομιλούντες, αλλά και μια απόπειρα σχολιασμού, των συναισθηματικών αντίκτυπων που έχουν σε κάθε μέλος. Ταυτόχρονα, η χρήση τους μέσα στις περιγραφές των ιδανικών χώρων συνθέτουν ένα πεδίο ετερόκλιτων χωρικών συνθέσεων, που αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο η φαντασία μπορεί να μεταφράσει ένα κοινό δεδομένο σε πολλαπλές ποιητικές εικόνες. Η μεθοδολογία αυτή, καθώς και η διαδικασία σχολιασμού των αποτελεσμάτων της, αναπτύσσεται βάσει της σχέσης που συνδέει τις τρεις ψυχαναλυτικές τάξεις, του πραγματικού, του φανταστικού και του συμβολικού. Ο λόγος, η φαντασίωση και η ποιητική διαδικασία, διαμορφώνουν τρία πεδία μελέτης, κάθε ένα από τα οποία μπορεί να αναγνωσθεί σε σχέση με ένα διαφορετικό επίπεδο ανάλυσης του ψυχισμού. Ο συνολικός στόχος αυτής της πειραματικής έρευνας είναι η παραγωγή νέων χωρικών εικόνων μέσα από τη συνύφανση των ποιοτήτων ενός λογοτεχνικού χώρου και μιας ιδιάζουσας αντίληψης, που ίσως να μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία σε ένα διάλογο, για την πηγαιότητα των επιθυμιών που πλαισιώνουν την κατοίκηση εν γένει. Κάθε ύπαρξη οφείλει να έχει το καταφύγιό της στον κοινό τόπο που κατοικούμε και εάν οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή μας αυτή μέσα σε ένα σύνολο, πρέπει να είμαστε ικανοί να διασφαλίσουμε σε κάθε «άλλον» το χώρο που δικαιούται.