Από τις αρχές του 19ου αιώνα έως και τη σύγχρονη κοινωνία της κοπώσεως, η εξάντληση κρίθηκε ως η απόδειξη της πολιτισμικής πτώσης. Αναλύοντας την, παρατηρούμε ότι αποτέλεσε παρακλάδι του αποξενωμένου μοντερνισμού, ενώ τιμήθηκε ως ένδειξη να συμμετέχουμε στην απαιτητική εργασία. Συνδέθηκε με τη νωθρότητα και την απραξία καθώς και με την έλλειψη επιθυμίας. Τι σημαίνει, όμως να είσαι άπραγος και άεργος; Η αργία καταδικάστηκε ως η αμαρτία του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ωστόσο, κατά τον Αριστοτέλη και τον Αγκάμπεν η απραξία δε δηλώνει τη μη δυνατότητα. Η μη δυνατότητα δε μεταφράζεται ως μη λειτουργικότητα αλλά ως μια μορφή αντίστασης. Σε κάθε τέχνη η αδυνατότητα είναι απαραίτητη πριν ολοκληρωθεί η πράξη, διαφορετικά θα υποβιβαζόταν σε μια εκτέλεση σειράς πραγμάτων. Το παράδειγμα του Μπάρτλμπυ και οι ήρωες του Μπέκετ δίνουν μια εικόνα των όρων της αργίας και της εξάντλησης. Οι ήρωες του Μπέκετ είναι ανίκανοι να δουν, να μιλήσουν, να κινηθούν. Ο Ντελέζ παράλληλα με τη μείωση των σωματικών δυνάμεων αντιλαμβάνεται στα έργα του Μπέκετ την εξάντληση του πιθανού. Το πιθανό αντιλαμβάνεται μέσα από τη διαδικασία του αποκλεισμού των συνδυασμών. Επομένως, όταν εξαντληθούν όλοι οι συνδυασμοί τότε θα εξαντληθεί το πιθανό και ο εαυτός μέσω της διαδικασίας. Υπάρχουν τέσσερις μορφές εξάντλησης: αυτή των εξαντλητικών σειρών πραγμάτων, η παύση των ροών της φωνής, η μείωση των πιθανοτήτων ενός χώρου και η εξάλειψη της εικόνας. Ο Μπέκετ εξασθενώντας τη γλώσσα, δημιουργεί κενά μέσα σε αυτή προσπαθώντας να την επαναφέρει στην καθαρή μορφή της, ενώ “κομματιάζοντας” το σώμα δημιουργεί καθαρές εικόνες και χώρους. Λαμβάνοντας υπόψη τρία έργα του Μπέκετ -τον Ερημωτή, Quadκαι Ghosttrio- προσπαθούμε να δούμε πως εξαντλείται ο λόγος και το σώμα, και μαζί με αυτά ο χώρος και η εικόνα, ώστε να επανακαθοριστούν. Πως, λοιπόν, η εξάντληση ως μηχανισμός οδηγεί στο συλλογισμό μέσα από την τέχνη και πως καλλιεργεί τη σκέψη μέσα στη κοινωνία;