Το ζήτημα του ζώου στις σύγχρονες θεωρήσεις και οι διαφοροποιήσεις ως προς την αντιμετώπισή του παράγουν υβρίδια μεταξύ του «είδους-σύντροφος», του «κτήνους» και του «άλλου». Τα υβρίδια αυτά κατασκευάζονται και προωθούνται μέσα από δύο διαφορετικές μεταξύ τους θεωρίες: εκείνη της συμπάθειας και εκείνης που σύμφωνα με το Φρόυντ, αναπτύσσονται ως ανοίκειο. Οι τρείς τάξεις καθορίζουν τον εαυτό τους με καθαρά αντιθετικές σχέσεις, αλλά ποτέ δε φτάνουν σε ένα σημείο στο οποίο η κάθεμια συναθροίζεται με τις άλλες ώστε να παράξει καθαρά συμπεράσματα. Πρόκειται για μια ανταγωνιστική σχέση που μπορεί κανείς να αναγνώσει σαν ένα σχήμα όμοιο με εκείνο του Βορρόμειου κόμβου, ο οποίος αποτελείται από δύο χωριστές ενώσεις που συνδέονται μεταξύ τους με μια τρίτη, με τέτοιο τρόπο ώστε αν οποιαδήποτε ένωση σπάσει τότε το σύνολο καταρρέει. Το στοιχείο που εξαιρείται από το τρίπτυχο, είναι αυτό που διατηρεί τη συνοχή τους, εν προκειμένω, το ίδιο το ζώο. Όλη η διερεύνηση αφορά αυτό το ευαίσθητο κατώφλι-όριο που δεν είναι πάντα ευδιάκριτο και κυρίως στερείται ονόματος. Κάθε μία από αυτές, ζευγαρώνοντας κάθε φορά με τη μορφή του ζώου αλλά ποτέ μεταξύ τους, παράγουν αυτήν την αλληλοτομία των τριών εκ πρώτης όψεως αντιφατικών μεταξύ τους στοιχείων, που συνιστά τη θεματική πάνω στην οποία βασίζεται η παρούσα ερευνητική εργασία. Η έρευνα αφορά ακριβώς αυτό το κεκαλυμμένο σημείο τομής μεταξύ ανθρώπινου και ζωικού μοντέλου. Επιδιώκει να καταγράψει, μεταξύ των πιθανών συμπερασμάτων, το γεγονός ότι οι δύο αυτές αναλύσεις δε μπορούν να διαχωριστούν και να απομονωθούν η μία από την άλλη. Υπό αυτές τις συνθήκες, πιο ξεκάθαρα από ποτέ, το ζήτημα της ετερότητας τίθεται στο κέντρο όλης της διερεύνησης, όχι απλώς ως μια σχέση με τα ανθρώπινα ζώα, αλλά και με το ίδιο το ζώο που ενυπάρχει μέσα μας και το οποίο μας εξισώνει.