Η χωρίς όρια επεκτάση των «τσιμεντένιων» αστικών κέντρων πάνω από πεδιάδες και ποταμούς μετέτρεψαν αυτά τα κέντρα σε μη βιώσιμους, για τους κατοίκους, χώρους με κυρίαρχη την αίσθηση του φόβου και του θυμού όταν περιηγούνται σε αυτά. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρείται μια έντονη προσπάθεια επαναφοράς του φυσικού στοιχείου, με στόχο την δημιουργία ενός πιο ειρηνικού, δημιουργικού και βιώσιμου χώρου για τον άνθρωπο.
Η παρούσα διπλωματική εργασία αναφέρεται σε μια μικρότερης κλίμακας πόλης, σε μια κωμόπολη, την Σπερχείαδα Φθιώτιδος, όπου αν και επαρχιακή δεν ξέφυγε της λογικής καταπάτησης της φύσης για περισσότερο αστικό χώρο και εστιάζει στο «Μέγα Ρέμα» που είναι το ρέμα που την διατρέχει, σχίζοντάς την σε δύο κομμάτια, γεγονός που οδήγησε τις παρελθοντικές δημοτικές αρχές στο μπάζωμά του και στην γενικότερη παραμέλησή του. Στόχος, λοιπόν, είναι η ανάδειξη του ρέματος αυτού ως ένα πολύ ζωντανό κομμάτι της πόλης, και όχι η απόκρυψή του, καθώς επίσης η απόδειξη ότι μπορεί να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο κομμάτια στα οποία την χωρίζει λόγω της θέσης του. Έτσι, μέσα από ένα σύστημα παράλληλων και εγκάρσιων,προς την κοίτη του ρέματος, διαδρομών αξιοποιώντας τις διαφορετικές υψομετρικές του, καθώς και με την πρόταση διαφόρων χρήσεων εμπορικού (υπαίθρια αγορά), πολιτιστικού (πολιτιστικό κέντρο, υπαίθριο θέατρο) και ψυχαγωγικού (αναψυκτήρια, παιδικές χαρές) χαρακτήρα γίνεται μια προσπάθεια μετατροπής αυτής της κρυμμένης υδάτινης ραχοκοκαλιάς της πόλης σε μια ζωντανή, πράσινη, φυσική ραχοκοκαλιά της πόλης, σ’ ένα συνεκτικό δίκτυο που θα ενώνει τον δημόσιο χώρο προς πάσα κατεύθυνση, αναβαθμίζοντας το βιοτικό επίπεδο της πόλης.