Στο πολυετές αίτημα για την ανέγερση τεμένους για τις λατρευτικές ανάγκες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Αθήνας, η μελέτη αυτή ανακινεί τη συζήτηση του πώς εντάσσεται το ισλαμικό αρχιτεκτονικό στοιχείο στο ευρωπαϊκό τοπίο και ιδιαίτερα στο ιδιόμορφο αθηναϊκό περιβάλλον. Στο όριο μεταξύ της ημιτελώς κατοικημένης γης του Βοτανικού και της παρακμάζουσας βιομηχανικής ζώνης, η χωροταξική επιλογή του θρησκευτικού συγκροτήματος προσφέρει μια αναζωογονητική διέξοδο για την εξάπλωση του γειτονικού φαινομένου του Μεταξουργείου, ακόμη δυτικότερα. Απαντώντας στην διαρκώς εξελισσόμενη σύσταση του αθηναϊκού μουσουλμανικού στοιχείου, το θρησκευτικό συγκρότημα καλείται να αναλάβει έναν χαρακτήρα ισλαμικά «ξενο-δοχειακό». Βασική αρχή αυτής της επιλογής, είναι η λατρευτική συμβατότητα του χώρου με τις υπάρχουσες μουσουλμανικές κοινότητες και το εύρος των παραδόσεών τους αλλά και με αυτές που δυνητικά θα προκύψουν στο μέλλον. Η αρχιτεκτονική του Ισλάμ αντιμετωπίζεται με τη λογική της ένταξης σε τρεις άξονες: την κοσμική ερμηνεία της, με χρήση του αρχιτεκτονικού τυπολογίου της ακρο-δυτικής Αθήνας, τη χάραξη του συγκροτήματος σε σχέση με τη ρυμοτομική χάραξη του ευρύτερου τετραγώνου και τέλος, την υποστηρικτική του λειτουργία ως ένας πάροχος κοινωφελούς έργου, ανθρωπιστικής και επιμορφωτικής φύσης που θα αρθρώνει όχι μόνο στην κοινωνικά ευαίσθητη ομάδα των μουσουλμάνων αλλά και στην πλειοψηφούσα και σκεπτική ιθαγενή κοινότητα.