Η παρούσα διπλωματική εργασία που εκπονείται, έχει ως αντικείμενο μελέτης την τοπιογραφική έρευνα στις βραχονησίδες του Αργοσαρωνικού κόλπου και την παρέμβαση σε πλαίσια προτυποποίησης σε επιλεγμένους σημειακούς τόπους επί αυτών.
Ο Σαρωνικός κόλπος, αποτελεί μια υδάτινη οντότητα με δυσπρόσιτες χωρικές μικροϋποστάσεις. Ο χαρακτήρας του έχει διαμορφωθεί συνδυαστικά. Πρώτον, από τη ναυτιλιακή κομβική του θέση και σημασία, αναφορικά με τη θαλάσσια κίνηση, δεύτερον από τις βιομηχανικές, λιμενικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις και τρίτον από την άμεση γειτνίαση του με την πόλη. Με αυτά ως δεδομένα λοιπόν, προτείνουμε την εφαρμογή μιας λογικής παρέμβασης που αποπειράται να επανεκτιμήσει το τοπίο, αποστιγματίζοντας το χαρακτήρα του Σαρωνικού και επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της τουριστικής αξιοποίησης, με όρους «θαλάσσιας προαστιοποίησης».
Η δομή της συνολικής εργασίας είναι κατά βάση τριμερής. Περιλαμβάνει μια εκτενή έρευνα όλων των μικρογεωμορφικών σχηματισμών του κόλπου, τη συνθετική πρόταση παρέμβασης στις δύσβατες και απρόσιτες βραχονησίδες καθώς και την επίλυση των απαιτούμενων κατασκευαστικών και ενεργειακών ζητημάτων. Τα μεθοδολογικά εργαλεία για την αντιμετώπιση του θέματος είναι η αποτύπωση και η καταγραφή μέσω απεικονιστικών μέσων όπως χάρτες, φωτοαπεικονίσεις, μακέτα και σχέδια. Έτσι, χαρτογραφείται η δικτυακή επικοινωνία, η σχέση εξάρτησης ή αυτονομίας συμπλεγμάτων του Σαρωνικού καθώς και η σχέση αναφοράς με τα εκτεταμένα χέρσα κομμάτια.
Στον ευρύτερο τόπο δράσης λοιπόν, αξιολογώντας τα χαρακτηριστικά της «εκβιασμένης» ημιμονιμότητας και του ημιαποκλεισμού λόγω του βραχώδους τοπίου και της θάλασσας ως φυσικό εμπόδιο, προτείνεται η δημιουργία συνθηκών πρόσβασης και εφήμερης κατοίκησης. και απόκτα υπόσταση η έννοια της καταφυγής και της απόδρασης, σε τόπους άγονους εντός των «αστικών υδάτων» του κόλπου.
Εντοπίζοντας το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των βραχονησίδων σχετικά με την έντονη κατακορυφότητα στο ασαφές σύνορο μεταξύ ξηράς και θάλασσας, γίνεται μια προσπάθεια να αναιρεθεί η συνθήκη «μη βατότητας» και «μη διαβίωσης». Η συνθετική ολότητα προτυποποιείται ώστε να μπορεί να αναπροσαρμοστεί στις βραχονησίδες που μελετώνται για πεπερασμένο χρόνο. Εντοπίζεται ως μια ενότητα κατασκευής και περιγράφεται σαν μια αξονική συνέχεια που διατρέχει κατακόρυφα το συνοριακό τόπο. Αυτή η φυσική ένωση ενδυναμώνεται και φαντάζει σα μια τάση ανάδυσης από το νερό και αναρρίχησης στο βράχο.
Έτσι αυτοί οι άβατοι θαλάσσιοι βράχοι γίνονται υλικές υποστάσεις που αναιρούν το μοντέλο-πρότυπο της τουριστικής ανάπτυξης και προσφέρονται ως μια πρόταση συνύπαρξης της ανεπιτήδευτης φύσης με την ανθρώπινη υπόσταση.