Στη διπλωματική εργασία με τίτλο « Βιβλιοθήκη στα Τρίκαλα δίπλα στον ποταμό Ληθαίο –Γνώση και Λήθη» η έρευνα κινήθηκε με βάση δύο αφετηρίες:
1. της δημιουργίας μιας βιβλιοθήκης που σαν κοινωνική ανάγκη να πληρεί τις προϋποθέσεις που ορίζει η σύγχρονη εποχή και πόλη και
2. τους όρους με τους οποίους η νέα δραστηριότητα εντάσσεται στο συγκεκριμένο κομμάτι του αστικού ιστού και στην πόλη γενικότερα, καταλαμβάνοντας τη θέση του κτιρίου των φυλακών (το οποίο μεταφέρεται εκτός πόλης) και «συνομιλώντας» με τον ποταμό Ληθαίο.
Η κάθε αφετηρία εμπεριέχει μέσα της το δίπολο του προβληματισμού πώς αφ’ ενός μία νέα –με το ύφος και τη δομή της – κοινωνική δραστηριότητα και αφ’ ετέρου μια κτιριακή μορφή, διαταράσσει ισορροπίες, δημιουργεί νέες καταστάσεις και έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει –μορφοποιήσει το δημόσιο χώρο στον οποίο εντάσσεται (σε παραποτάμια ημιαστική ζώνη της πόλης).
Η επιλογή της θέσης δίπλα στο ποτάμι (στο πάρκο του Αγίου Κων/νου όπου σήμερα βρίσκονται το διατηρητέο κτίριο του Τζαμιού, οι φυλακές της πόλης, η εκκλησία του Αγίου Κων/νου και ένα σχολείο) και σε μικρή απόσταση από το κέντρο της πόλης, φανερώνουν σε πρώτη φάση τη διάθεση που υπήρξε να δημιουργηθεί ένας νέος πόλος στον αστικό ιστό σε πολεοδομικό επίπεδο και να αποκατασταθεί το πάρκο, που χάνει τη δυναμική του λόγω της ύπαρξης των φυλακών.
Το concept που οδήγησε στο σχεδιασμό στηρίζεται στην προσωπική ερμηνεία του δίπολου Λήθης – Γνώσης, καθώς επίσης στην ερμηνεία της βιβλιοθήκης σαν χρήση. Πράγματι, η βιβλιοθήκη πέρα από την ελευθερία που προσφέρει μέσα από τη διαδικασία της γνώσης, ίσως προσδίδει από μόνη της έναν καταναγκασμό.
Αυτή η σχέση ελευθερίας και καταναγκασμού έγινε προσπάθεια να ερμηνευτεί συνθετικά. Δύο ψηλοί παράλληλοι συμπαγείς όγκοι διατρέχουν το οικόπεδο, ανάμεσά τους «τρέχει» μια διαδρομή πεζών που τους ακολουθεί και τους ξεπερνά, ενώ στα 8.00m τους τέμνει ένας άλλος κτιριακός όγκος σχήματος Γ. Η Γνώση διατρυπά την Αμάθεια, η ελευθερία σχηματίζεται ως διάτρηση κάποιου άλλου σχηματοποιημένου χώρου.
Η πρόκληση του να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης και η επιθυμία να «ανοίξει» αυτό το κομμάτι του αστικού ιστού που σήμερα είναι «σφραγιστό» λόγω των φυλακών, άρθρωσαν το λεξιλόγιο της πρότασης αφ’ ενός στο «έξω» -τις βασικές αρχές οργάνωσης του δημόσιου χώρου, αλλά κυρίως στο «έσω» -του κτιρίου ως δομή κτιριολογική με προαπαιτούμενες χρήσεις, μα και ως μορφή η οποία αλληλεπιδρά με το «έξω».
Το κτίριο έρχεται να παίξει με τη μορφή του το ρυθμιστή της νέας κατάστασης. Το κτίριο δεν υπάρχει χωρίς το περιβάλλον που έχει διαμορφώσει και το περιβάλλον διαμορφώνεται και μορφοποιείται απ’ αυτό.