ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Le Corbusier

Ημερίδα, προσφώνηση Παντελή Γ. Λαζαρίδη

Πριν από 10 σχεδόν χρόνια, σ’ ένα άλλο Τμήμα, στο πλαίσιο του, νέου τότε και πάντα προαιρετικού, μαθήματος για την «καθημερινότητα» της πόλης, μιλώντας για το πέρασμα από την τάξη των ιδεών και του σχεδιασμού στην αταξία της καθημερινής ζωής και της ποικιλίας των συμπεριφορών και των χρήσεων, είχα ρωτήσει τους περίπου 40 φοιτητές και φοιτήτριες του 3ου, 4ου και 5ου έτους που παρακολουθούσαν, αν γνωρίζουν τον L.C. και κάποιο έργο του. Σήκωσε το χέρι του ένας, για να ρωτήσει αν ο L.C. είναι αυτός που έκανε μια σαχλαμάρα με καμπύλες… που μοιάζει με μοναστήρι… εκκλησία… δεν ήξερε. Δεν είπε βέβαια «σαχλαμάρα» είπε την άλλη λέξη με τα πολλά α που οι δημοσκοπήσεις την φέρνουν να προηγείται στο καθημερινό λεξιλόγιο…

Μπορεί αυτό το επεισόδιο της πανεπιστημιακής καθημερινότητας, που σας διηγήθηκα, να μην είναι χαρακτηριστικό… είναι όμως ενδεικτικό. Το καταχώνιασμα και η απαξιωτική λήθη για τον L.C., παράπλευρη απώλεια κι αυτή, από την επέλαση των νέο… ύστερο… και… μετά μοντερνισμών, χαίρομαι ιδιαίτερα που διακόπτεται, έστω κι αν αποδειχθεί ότι αυτό γίνεται προσωρινά, από την πρωτοβουλία αυτή, με την υποστήριξη των περισσότερων Τμημάτων Αρχιτεκτονικής.

Στο πλαίσιο όσων αποτελούν χαρακτηριστικές προτεραιότητες στο ΤΑΜ του Π.Θ., η υποστήριξη της πρωτοβουλίας αυτής έχει και δομικό χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο μία ad hoc αντίδραση συμφωνίας και αλληλεγγύης.

Έκφραση αυθεντική του «μοντέρνου», εν τέλει και του «μοντερνισμού» ο L.C. διατύπωσε με μια ποικιλία εκφραστικών τρόπων, (κείμενα, αφηγήσεις, σκίτσα, σχέδια, ζωγραφιές, αρχιτεκτονικά αντικείμενα, πολεοδομικές προτάσεις…) ρηξικέλευθες, σχεδόν ασεβείς, προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της πόλης και της αρχιτεκτονικής.

Δεν έχω υπόψη μου να μεταβάλλω την προσλαλιά αυτή, σε εισήγηση εκτός προγράμματος. Θα σταθώ όμως σε δύο σημεία: στην αυτοπαρουσίαση που κάνει ο ίδιος ο L.C. στην επανέκδοση του 1960, των «Precisions» του (δέκα ομιλίες, παρουσιάσεις του 1929 στη Λατινική Αμερική, πρώτη έκδοση το 1929) και σε ορισμένα στοιχεία από την, κατά τη γνώμη μου, πολύ χαρακτηριστική για τις ιδέες του, πρώιμη πρότασή του για την πόλη των 3.000.000 ανθρώπων.

Λέει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του:

«Για μια περίοδο αρκετών χρόνων έκανα ομιλίες και παρουσιάσεις σ’ όλο τον κόσμο. Έμαθα να βλέπω πόσο ήταν διαφορετικά το κλίμα, οι φυλές, οι πολιτισμοί… αλλά και πόσο απίστευτα διαφορετικοί ήταν οι άνθρωποι μεταξύ τους… Σταθείτε μια στιγμή στο εξής: Οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, έχουν όλοι ένα κεφάλι, δύο μάτια, δύο αυτιά, μια μύτη, ένα στόμα κ.λ.π. Δισεκατομμύρια βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη τη γη. Όταν δύο άνθρωποι μοιάζουν εντελώς, αυτό μας εκπλήσσει σε τέτοιο βαθμό ώστε τους δείχνουμε στο τσίρκο!

Το πρόβλημα είναι τούτο: οι άνθρωποι κατοικούν στη γη. Γιατί; Πως; Γι’ αυτά θα δώσουν άλλοι την απάντηση. Το δικό μου χρέος, η δική μου έρευνα είναι να προσπαθήσω να βγάλω αυτόν τον σημερινό άνθρωπο από τη δυστυχία του, να τον οδηγήσω μακριά από την καταστροφή. Να τον οδηγήσω στην ευτυχία, στην καθημερινή χαρά, την αρμονία.

Πρόκειται λοιπόν ακριβώς γι’ αυτό: την αποκατάσταση ή την εγκατάσταση της αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το milieu του, το περιβάλλον του. Ανάμεσα στη Βιολογία (που είναι ο άνθρωπος) και τη Φύση, αυτό το τεράστιο δοχείο που κλείνει μέσα του τον ήλιο, τη σελήνη, τα αστέρια, το ασύλληπτο άγνωστο, τα κύματα, την στρογγυλή σφαίρα με τον κεκλιμένο ελλειπτικό άξονα, που δίνει τις εποχές, τη θερμοκρασία του σώματος, το κυκλοφοριακό, το νευρικό, το αναπνευστικό, και το πεπτικό σύστημα, τη μέρα και τη νύχτα, τον ηλιακό κύκλο των 24 ωρών κλπ.

Με υποχθόνιο και κρυφό τρόπο ένας μηχανικός πολιτισμός έχει εγκατασταθεί μέσα στα γένια μας, χωρίς να τον βλέπουμε καθαρά. Άρχισε ένας πολιτισμός της μηχανής. Κάποιοι δεν τον αντιλαμβάνονται. Άλλοι τον υφίστανται.

Που βρίσκονται όμως οι κορυφές του παρελθόντος; Τι μας προσφέρει η «Ρώμη»; (δηλαδή η κυρίαρχη ακαδημαϊκή αντίληψη για την Αρχιτεκτονική που επικυρωνόταν με τα Prix de Rome, με την οποία ο L.C. βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση) Τι αντιπροσωπεύουν για μας οι 7 Αρχές της Αρχιτεκτονικής…; Τι σημασία έχουν για μας τα διπλώματα, οι τίτλοι, όλα αυτά τα τόσα «φράγματα» που οριοθετούν τους επαγγελματικούς μας δρόμους»;

Το χρυσάφι, το ασήμι και το χρήμα κυκλοφορούν μέσα σ’ όλες τις δραστηριότητές μας παρέα με τιμές, περηφάνιες και ματαιοδοξίες.

Η γη είναι στρογγυλή και έχει συνοχή. Ο ατομισμός ανατρέπει τις στρατηγικές. Τα αεροπλάνα στην κυριολεξία μεταφέρουν και μετακινούν τους ανθρώπους, ήδη εδώ και 20 χρόνια... Ανεβαίνουν στο αεροπλάνο, με τη δερμάτινη τσάντα στα χέρια. Σε 10 ώρες, σε 20 ώρες... βρίσκονται στον αντίποδα. Θα συναντήσουν μόλις φθάσουν τον κύριο που τους περιμένει, που είναι ήδη ενημερωμένος, που μπορεί να συζητήσει μαζί τους, που έχει ήδη εντολή κι εξουσιοδότηση να συζητήσει το θέμα κατά ένα ωφελιμιστικό τρόπο...

Το πρόβλημα που έχουμε στο μυαλό μας είναι το εξής: Η γη κατέχετε άσχημα από τον άνθρωπο, είναι ακόμη σε μεγάλο μέρος της ακατοίκητη. Εμφανίστηκαν τέρατα. Οι τεράστιες αναπτυσσόμενες πόλεις∙ ο καρκίνος των συναθροίσεών μας.

Ποιος ασχολείται, ποιος ανησυχεί, ποιος μπορεί να δει ξεκάθαρα τι γίνεται; Δεν υπάρχει ακόμη μια αποδεκτή μέθοδος. Δεν υπάρχουν ακόμα ειδικοί, κατάλληλα εκπαιδευμένοι και προετοιμασμένοι.

Τα σύγχρονα προβλήματα είναι τόσο πυκνά, εξαρτημένα το ένα από το άλλο, τόσο πολύ διεισδύει το ένα στο άλλο, ώστε η ανάγνωσή τους και η αντιμετώπισή τους είναι αδύνατες. Οι λύσεις εξαρτώνται η μία από την άλλη, συνδέονται η μία με την άλλη, είναι αξεχώριστες.

Ο ηλεκτρισμός όμως αξιοποιήθηκε για οικιακή χρήση στην καθημερινή ζωή. Ο άνθρωπος τον δάμασε. Έγιναν επιτεύγματα και θαύματα. Γεννήθηκε η ηλεκτρονική, δηλαδή η δυνατότητα να αναθέτεις σε ρομπότ την έρευνα και τη συγκρότηση των δεδομένων, την προετοιμασία των φακέλων, των συζητήσεων, την πρόταση λύσεων.

Η ηλεκτρονική χρησιμοποιήθηκε για τον κινηματογράφο, τις ηχητικές καταγραφές, την TV, το ραδιόφωνο κ.λ.π.

Η ηλεκτρονική θα μας επιτρέψει να θέσουμε σε ενέργεια ένα νέο εγκέφαλο με μια ασύγκριτη χωρητικότητα, που θα επιτρέψει στους ανθρώπους που είναι οι υπεύθυνοι, να γνωρίζουν τα δεδομένα, να παρουσιάζουν λύσεις, να βρίσκονται σε θέση να επαναλαμβάνουν χωρίς όρια τις παρουσιάσεις τους, τις προτάσεις τους ... σήμερα, αύριο, σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο, στον τόπο τους ή εκτός συνόρων.

Κι αυτό σε χρόνο που έγινε πάλι κι αυτός ασύλληπτος.

Οι ομιλίες στη Νότια Αμερική (συνεχίζει ο L.C.) αυτοσχεδιάστηκαν το 1929 μπροστά σ’ ένα ποικίλο κάθε φορά ακροατήριο και τώρα ξανατυπώνονται 30 χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση. Αναφέρονται στον Άνθρωπο και το περιβάλλον του. Αντιμετωπίζουν ξεχωριστά τις εργασίες του Μηχανικού και του Αρχιτέκτονα. Με όλη τη μετριοφροσύνη, άνοιξαν πόρτες και παράθυρα. Είναι εικονογραφημένες με σκίτσα που έγιναν κάτω από τα μάτια του κοινού… Ένα σχέδιο π.χ. δείχνει τους τρόπους του να κάθεται κανείς μέσα στο σπίτι. Ένα άλλο, τον τρόπο να εγκαθιστάς μια πόλη σ’ ένα τοπίο. Ένα άλλο, συγκρίνει το υπερωκεάνιο, το Σύγχρονο Παλάτι (Palais Moderne) και τον Ουρανοξύστη των συναλλαγών. Αυτό το Παλάτι ήταν το Palais de Nations (το Παλάτι της Kοινωνίας των Εθνών) στη Γενεύη. Το σχέδιο το κάναμε το 1927.

Ο ουρανοξύστης, που αργότερα ονομάστηκε «καρτεστανός» (cartesien), θα γινόταν το 1947 στην Νέα Υόρκη, το κτίριο της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών.

Ένα άλλο σχέδιο, δείχνει τις επιπτώσεις στην αρχιτεκτονική μιας επιστημονικής ακουστικής…

Η πρώτη ομιλία έγινε στο Buenos Aires και είχε τίτλο «Ν’ απαλλαγούμε από κάθε στοιχείο ακαδημαϊσμού». Το επάγγελμα σύμφωνα με τις αρχές του ακαδημαϊσμού είναι εκτός τόπου. Αποτελεί τον καταστροφικό κίνδυνο της εποχής. Σήμερα οι βραβευμένοι με τα «βραβεία Ρώμης» (Prix de Rome) ανακοινώνουν ότι αποτελούν την elite του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος κι ότι αφού ωρίμασαν σιγά-σιγά κι εξελίχθηκαν, τώρα υιοθετούν την υποστήριξη μοντέρνων ιδεών…

Αυτή η εισαγωγή θα κλείσει με ένα σχέδιο που αναφέρεται στους «κατασκευαστές».

Μια νέα φάση που θέτει πια σε μόνιμη, αδελφική, ίση επαφή, δύο επαγγέλματα των οποίων η μοίρα είναι να υποστηρίξουν τον μηχανικό πολιτισμό και να τον οδηγήσουν σε ένα εντελώς νέο μεγαλείο. Αυτά τα δύο επαγγέλματα είναι ο μηχανικός και ο αρχιτέκτονας. Ο ένας έχει παρουσία δυναμική, ο άλλος ήταν σε ύπνωση. Ήταν αντίπαλοι. Τα έργα των κατασκευαστών συγκλίνουν το ένα με το άλλο μετά τα φράγματα, τα εργοστάσια, τα γραφεία, τις κατοικίες, τα παλάτια, τις εκκλησίες, ως το τέλος… Το σύμβολο αυτής της σχέσης το βλέπει κανείς στο σχέδιο στο τέλος: Είναι δύο χέρια που τα δάχτυλά τους σταυρώνονται, δύο χέρια οριζόντια, δύο χέρια στο ίδιο επίπεδο» (Paris 4-6-1960 L.C.)

Πιστεύω ότι στο δικό του αυτό κείμενο, αποκαλύπτεται πολύ χαρακτηριστικά η φιλοσοφία του, η ρητορική του και αυτός ο τόσο χαρακτηριστικός Ρομαντικός ορθολογισμός του, που απογειώνεται με την άποψή του για την ποίηση της πόλης, που κατ’ αυτόν βρίσκεται στο ότι είναι (η πόλη) η συμβολική εκδήλωση της δύναμης της ανθρώπινης δράσης, της βούλησης για τάξη, του ανθρώπινου πνεύματος.

Ο ίδιος εξάλλου έλεγε, όταν διαμόρφωνε τη σύλληψή του για την πόλη: «Βασίστηκα μόνο στα σίγουρα ίχνη της λογικής και έχοντας απορροφήσει τον ρομαντισμό του παρελθόντος αισθάνθηκα ικανός να παρατήσω μόνος μου τον ρομαντισμό της εποχής μας, που τον αγαπώ».

Ο L.C. έβλεπε την πόλη σαν τέλεια έκφραση της ικανότητας του ανθρώπου να δαμάσει το περιβάλλον και να κυριαρχήσει επάνω του.

Έλεγε:

«Η πόλη είναι η δύναμη του ανθρώπου πάνω στη φύση. Είναι ένα ανθρώπινο εγχείρημα που κατευθύνεται ενάντια στη φύση. Είναι οργανισμός κατασκευασμένος από τον άνθρωπο, τόσο για την προστασία του όσο και για την εργασία του. Είναι μια δημιουργία. Και η ποίηση επίσης είναι μια ανθρώπινη πράξη - οι αρμονικές σχέσεις ανάμεσα σε εικόνες που αντιλαμβανόμαστε. Όλη η ποίηση που βρίσκουμε στη Φύση δεν είναι παρά η δημιουργία του δικού μας πνεύματος. Μια πόλη είναι μια εν δυνάμει εικόνα που ερεθίζει το μυαλό μας

Γιατί η πόλη δεν θα έπρεπε ακόμα και σήμερα, να είναι πηγή ποίησης;»

Είναι αλήθεια, ότι αναγνωρίζοντας την μοντέρνα κοινωνία (αυτήν που οικοδομήθηκε με την οριστική εγκαθίδρυση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και μετά τις βιομηχανικές επαναστάσεις) ως κοινωνία η οποία πριν από κάθε τι άλλο ήταν πολεο-κεντρική, οι αρχιτέκτονες ήδη από τις αρχές του 1900 (ίσως και λίγο νωρίτερα) άρχισαν να προσβλέπουν προς μια αρχιτεκτονική που θα ασκούνταν με στόχο ένα νέο, εύλογα ή έλλογα τακτοποιημένο αστικό περιβάλλον.

Αυτή η έγνοια και η ιδέα για το σχεδιασμό του συνολικού αστικού περιβάλλοντος μπορεί να ανιχνευθεί από τα σχέδια του Tony Garnier για την «Cité Industrielle», την «Βιομηχανική Πόλη», ήδη από το 1904, ως τις προτάσεις των Ιταλών Φουτουριστών, οι οποίες -ευλογώντας και εγκωμιάζοντας τη λατρεία του μοντερνισμού και με την προσθήκη της ποιητικής φαντασίας που είχε αφετηρία τις βιομηχανικές μορφές και τη μεγάλη μητρόπολη- υπομνηματίζονται και από τα αποσπασματικά σχέδια του Antonio Sant Elia για την φανταστική μητρόπολη που έγιναν με αφορμή το διαγωνισμό για το σταθμό του Μιλάνου.

Η πρόταση για την πόλη των 3.000.000 κατοίκων του L.C., ήταν σε κάποιο βαθμό μια μίξη φουτουριστικών συλλήψεων, της ταχύτητας, της κίνησης και της μηχανοποίησης, με μια έμφαση στο πράσινο και τους ανοιχτούς χώρους που ήταν κληρονομιά από τη σύλληψη των Κηπουπόλεων.

Όπως έχει πει ο ίδιος, περιγράφοντας το σχέδιο αυτό: «Οι βασικές αρχές που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι οι εξής:

  1. Πρέπει να αποσυμφορήσουμε τα κέντρα των πόλεων
  2. Πρέπει να αυξήσουμε την πυκνότητά τους
  3. Πρέπει να αυξήσουμε και να αναπτύξουμε τα μέσα για να κυκλοφορούμε και να μετατοπιζόμαστε και
  4. Πρέπει να αυξήσουμε τα πάρκα και τους ανοιχτούς χώρους

Ίσως αξίζει να σημειώσει κανείς εδώ, για να φανεί το δίπολο ρασιοναλισμού και ποιητικού ρομαντισμού που τον χαρακτήριζε, ότι ο L.C. έβλεπε την ιστορία των ευρωπαϊκών πόλεων ως μια άτακτη παράθεση-προσθήκη τυχαίων διαρθρώσεων (patterns), με καμπύλους δρόμους, που ακολουθούν, όπως έλεγε, το δρόμο του γαϊδάρου. Αντίθετα ο άνθρωπος, ισχυριζόταν, προχωρά σε ευθεία γραμμή γιατί έχει στόχο· ξέρει που πηγαίνει.

Για τον L.C., όπως θα έλεγα και για τους θεωρητικούς της Αναγέννησης, η γεωμετρία ήταν κάτι πολύ περισσότερο από θέμα αισθητικής. Ήταν η αντανάκλαση της φυσικής τάξης.

Εξάλλου έλεγε ο ίδιος:

«Η γεωμετρία είναι το μέσο που δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι όπου θέλουμε να αντιληφθούμε τον έξω κόσμο και να εκφράσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο. Η Γεωμετρία είναι η βάση, το θεμέλιο. Είναι επίσης η υλική βάση πάνω στην οποία οικοδομούμε εκείνα τα σύμβολα που εκφράζουν σε εμάς το τέλειο και το θείο».

Στην παρουσίαση των σχεδίων της Πόλης για 3.000.000 κατοίκους ο L.C. προσπάθησε κυρίως να περιγράψει, να κάνει ένα πορτρέτο της, μάλλον, την περιοχή του κέντρου. Το συνολικό όμως σχέδιο της πόλης ενσωμάτωνε επίσης κι ένα κατά κάποιο τρόπο δορυφορικό σύστημα που -κακώς μάλλον γιατί προκαλεί σύγχυση με τις προτάσεις του Howard με τις οποίες ο L.C. δεν ήταν καθόλου σύμφωνος- ονομάζεται κι αυτό cité-jardins, κηπουπόλεις. Το σύστημα αυτό των κηπουπόλεων (cité-jardins) βρισκόταν έξω από την περιβάλλουσα το κέντρο, πράσινη ζώνη.      

Η «Πόλη για 3.000.000 κατοίκους» δεν ήταν ακριβώς ένα αληθινό δορυφορικό σύστημα όπως το όριζε ο Ebenezer Howard. O L.C. ήταν εναντίον του προαστιακού ιδανικού της μονοκατοικίας, επισημαίνοντας συχνά, ότι τέτοιας μορφής κατοικίες σπαταλούν δρόμους και υπηρεσίες, ενθαρρύνουν την εξάπλωση του αστικού χαρακτήρα και μέσα από την εκτεταμένη χρήση και κάλυψη του εδάφους καταλήγουν να αρνηθούν, εν τέλει, τα αγαθά της μοναχικής ζωής και της ειρηνικής αγροτικής ατμόσφαιρας που οι κάτοικοί τους επεδίωκαν και επιθυμούσαν αρχικά.

Δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που ο L.C.  στα γραπτά του αντιτέθηκε στο pattern της κάλυψης του εδάφους που επιτυγχάνεται με ατομικά σπίτια σε μικρά οικόπεδα, αντιπαραθέτοντας το κατασκευαστικό pattern που προτιμούσε, δηλαδή τα μεγάλα συγκροτήματα διαμερισμάτων, τοποθετημένα ευρύχωρα στο τοπίο. Τα πλεονεκτήματα αυτής της διάρθρωσης, δεν σταμάτησε ποτέ να υπογραμμίζει, ότι βρίσκονται στην μεγαλύτερη οικονομία, την καλύτερη κυκλοφορία και τις καλύτερες υπηρεσίες, αλλά επίσης και στο ότι παρέχεται έτσι η δυνατότητα για εκτεταμένα πάρκα και αθλητικές εγκαταστάσεις. Επέμενε επίσης ότι έτσι δημιουργείται μεγαλύτερη ιδιωτικότητα αλλά και θέα, για τις ατομικές κατοικίες.

Είναι φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος της αντίθεσης του L.C. στη σύλληψη της Κηπούπολης και στο προαστιακό κίνημα, οφείλεται στην πεποίθησή του ότι αυτά αποσπούσαν την προσοχή από εκείνο που ο ίδιος υποστήριζε ότι είναι το κύριο, πρωταρχικό, πρόβλημα στην πολεοδομία. Δηλαδή η ανανέωση και αναζωογόνηση του κέντρου της πόλης. Χωρίς θεμελιώδη, εκ βάθρων ανανέωση του κέντρου της πόλης αισθανόταν ότι οι προσπάθειες για βελτίωση των περιφερειακών περιοχών έχαναν το νόημά τους ή ήταν λανθασμένες.

Ο L.C. οραματιζόταν ότι το κέντρο της πόλης θα κατοικούνταν κυρίως από την διοικητική και πνευματική elite.

Έλεγε ο ίδιος:

«Ως έδρα της εξουσίας (με την πιο ευρεία σημασία της λέξης, γιατί μέσα σ’ αυτό το κέντρο θα είναι μαζί πρίγκιπες των επιχειρήσεων, καπεταναίοι της βιομηχανίας και της οικονομίας, πολιτικοί ηγέτες, μεγάλοι επιστήμονες, δάσκαλοι, στοχαστές, οι εκφραστές της ανθρώπινης ψυχής και του πνεύματος, ζωγράφοι, ποιητές και μουσικοί)», ως έδρα λοιπόν της εξουσίας «η πόλη έλκει μέσα της όλες τις φιλοδοξίες. Είναι περιβεβλημένη μ’ ένα γοητευτικό αέρα αφάνταστης ομορφιάς όπου ο κόσμος πλέει μέσα του. Σπουδαίοι άνθρωποι και οι ηγέτες μας εγκαθίστανται στο κέντρο της πόλης ...

Έτσι μια ταξινόμηση των κατοικιών στην πόλη θα μας έδινε 3 κατηγορίες πληθυσμού: τους πολίτες που ζουν μέσα στην πόλη· τους εργαζόμενους που η ζωή τους περνά μισή στο κέντρο και μισή στις «κηπουπόλεις»· και τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων που περνούν τη ζωή τους ανάμεσα στα εργοστάσια των προαστίων και τις «κηπουπόλεις».

Με κατηγορηματικότητα αυτής της μορφής και με συστηματικές κανονιστικές διατυπώσεις (δομικά χαρακτηριστικά του «μοντέρνου» λόγου, γενικώς) ο L.C. συνδύασε τον αναλυτικό καταγγελτικό λόγο ενάντια στο «παλιό» (και το «ακαδημαϊκό»), με τις εξίσου αναλυτικές παρουσιάσεις των συνθετικών του προτάσεων για το «νέο», οι οποίες συχνά ήταν εφ’ όλης της ύλης.

  1. να οικοδομήσουμε μια νέα εποχή.
  2. μια νέα πόλη στη θέση της παλιάς.
  3. να βάλουμε τάξη στο χάος.
  4. να σκοτώσουμε την οδό-διάδρομο
  5. ν’ αλλάξουμε τον κόσμο με την αρχιτεκτονική.
  6. Αρχιτεκτονική ή επανάσταση.

Αυτός ο, σχεδόν ανεξέλεγκτος, ενθουσιασμός, υποστηριγμένος και από την άποψη ότι η ουτοπία είναι μια εν δυνάμει πραγματικότητα, δημιουργικός και ανομολόγητα χρωματισμένος πολιτικά, αποτέλεσε επίσης μια έμμεση ανατρεπτική πρόταση γύρω από την οποία δημιουργήθηκε ένας αστερισμός συμπληρωματικών εκδοχών και οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο «επαναστατικό» κλίμα.

  1. Μια πόλη χωρίς ταξικές διακρίσεις.
  2. Μια πόλη με ανθρώπους που ασχολούνται με τις δουλειές τους και την ψυχαγωγία τους (απαλλαγμένοι από την καταπίεση των άσχημων και καταθλιπτικών συνθηκών κατοίκησης, χωρίς σπατάλη χρόνου για καθημερινές ανάγκες -που θα μπορεί να τις αναλάβει η τεχνολογία-, χωρίς την καταπίεση των μεγάλων αποστάσεων, χωρίς την έλλειψη ελεύθερου χρόνου κ.τ.λ.).

Ανεξάρτητα από τον τρόπο που εφαρμόστηκαν οι προτάσεις αυτές -όταν οι συνθήκες της τεχνολογίας και το οικονομικό-κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο επέτρεψαν στην ουτοπία, αλλοιωμένη βέβαια, να γίνει πραγματικότητα- ο Le Corbusier παραμένει υπόδειγμα για το αναγκαίο κράμα αμφισβήτησης, αναλυτικής και συνθετικής δυνατότητας και επιμονής, που χαρακτηρίζει τη δημιουργική ένταση, αυτήν που μπορεί να τροφοδοτήσει την παραγωγή νέων ιδεών. Παραμένει, επίσης, χαρακτηριστικό πρότυπο της αναγκαίας -για τον ίδιο στόχο- επιβολής του γενικού πάνω στο ειδικό, της μόρφωσης πάνω στην εξειδίκευση, του πολίτη πάνω στον επιστήμονα ή τον τεχνικό.

Οι συσχετισμοί της εξουσίας, οι αναγκαστικές πολιτικές προτεραιότητες και η δυναμική της αγοράς ακύρωσαν στην πράξη τον ανατρεπτικό χαρακτήρα πολλών στοιχείων αυτών των προτάσεων, ενώ η κανονιστική τους υπερβολή, μειώνοντας αναγκαίους κοινωνικά και πολιτισμικά βαθμούς ευελιξίας, τις έφερε  αντιμέτωπες με το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο εφαρμογής.

Όμως ακόμα κι αν υπάρχει φενάκη ή πολιτική αμεριμνησία από την πλευρά του, υπερβολή ή ακαμψία στις ιδέες του, παραμένει το γεγονός ότι  οι βασικές προτάσεις του Le Corbusier διατηρούν ισχύ και μπορούν να αποτελέσουν ιστορικό υπόβαθρο στην παγκοσμοποιημένη καταγγελτική αδράνεια και τον γενικευμένο αρχιτεκτονικό κονφορμισμό, στην στείρα λαγνεία της τεχνολογίας, τον κερδοσκοπικό χυλό της τρέχουσας «αρχιτεκτονικής» παραγωγής και την καταθλιπτική αδυναμία παραγωγής νέων ιδεών έξω από το εγκατεστημένο κυρίαρχο και παγκοσμιοποιημένο, πια, νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα και το συναφές με αυτό πλαίσιο της αγοράς.

Στο κάτω κάτω της γραφής, η αναφορά σ’ αυτόν τον ενθουσιώδη, πολυσύνθετο, επίμονο, πρωτοπόρο, αρχιτέκτονα, ζωγράφο, γλύπτη, πολεοδόμο, στοχαστή, συγγραφέα, ποιητή και ακτιβιστή και στον τρόπο που οραματίστηκε δούλεψε και πάλεψε τις ιδέες του, μπορεί να κρατήσει ζωντανό το δίλημμα ανάμεσα στον ενθουσιασμό ακόμα κι όταν αγνοεί την πολιτική και τους περιορισμούς της και στην πολιτική ακόμα κι όταν καταπνίγει με χίλιους τρόπους τον ενθουσιασμό.

Είμαι βέβαιος, αλλά το εύχομαι επιπροσθέτως, στο τέλος αυτής της ημερίδας να μην μείνει μόνο η γεύση ενός οφειλόμενου μνημόσυνου, αλλά να στεριώσει το ενδιαφέρον και για τον άνθρωπο και για το έργο του, βέβαια, κυρίως όμως το ενδιαφέρον για την ιστορική προέλευση των σημερινών ιδεών και προβληματισμών και για τα συμφραζόμενά τους.

Η ιστορία είναι η ιστορία της κοινωνίας. Ακριβώς γι’ αυτό δεν ανήκει ποτέ στο παρελθόν.

 

Δείτε σχετικά κείμενα και εικόνες