ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Eισήγηση σε συνέδριο της AICA

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΕΧΝΗ - ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΕΔΙΟ

 

Θα ξεκινήσω με μία παρατήρηση, η οποία μου έδωσε και την ιδέα αυτής της παρέμβασης. Μια παρατήρηση πάνω στο υλικό που μας δόθηκε το καλοκαίρι, με τις κατευθύνσεις του συμποσίου.

Αναφέρομαι στην εμφανή αντίφαση μεταξύ του στόχου, που είναι και η βασική προτεραιότητα του συνεδρίου, και του πλαισίου μέσα στο οποίο προτείνεται να γίνει η γενική συζήτηση.
Ο στόχος είναι η αναζήτηση θεωρητικού και πολιτικού υποβάθρου για να θεσμοθετηθεί και να επαναληφθεί με αξιόπιστο τρόπο το εγχείρημα του 2004 (Αθήνα by Art) -που έγινε με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες- και να μπορέσει να συνεχίσει με τη μορφή μιας περιοδικής έκθεσης καλλιτεχνικών παρεμβάσεων.

Το πλαίσιο από την άλλη πλευρά ορίζεται από άξονες όπως:

  1. Ο δημόσιος χώρος είναι το πραγματικό σημείο συνάντησης ετερογενών δυνάμεων και διαφορετικών τομέων δράσης του κοινωνικού συνόλου ενός τόπου, που προκαλεί διάφορα διλήμματα πολιτικής όσον αφορά την ποιότητα ζωής ή
  2. Ποιες είναι οι προτεραιότητες στο σχεδιασμό του δημόσιου χώρου που διεγείρουν τη συνειδητοποίηση της πολυμερούς σχέσης του ίδιου του πολίτη με το περιβάλλον, με το συμπολίτη, με την ιστορία, με το παρόν; Κι ακόμα:
  3. Σε ποιο βαθμό και με ποιο λεξιλόγιο η τέχνη μπορεί να εισχωρήσει και να επιδράσει στον κοινωνικό ιστό της πόλης;
  4. Ποιες μορφές δράσης μεταφέρουν σήμερα στο κοινό την τέχνη ως μορφή ενέργειας που ρευστοποιεί (καταργεί δηλαδή) τα όρια ανάμεσα στην καθημερινή και την αισθητική εμπειρία;
  5. Ποια η δυναμική της τέχνης για την υπέρβαση του οροθετημένου χώρου ως έκφανση μιας πολιτικής πραγματικότητας;

Η πραγματιστική πρόταση, η οποία στοχεύει μάλιστα σε μια θεσμική κατοχύρωση, άρα σε αποδοχή από το σύστημα εξουσίας, προτείνεται να συζητηθεί, για να βρεθούν οι τρόποι υλοποίησής της, μέσα σ’ ένα ιδεολογικό περιβάλλον που το χαρακτηρίζει ο κάθε άλλο παρά συντηρητικός, ο ανατρεπτικός σχεδόν προσανατολισμός.

Η ιστορία είναι παλιά, η αντιπαράθεση με την εξουσία αναπόφευκτη και η αντίφαση αυτού του είδους πάγια με ιστορικές ρίζες βαθιές.

  1. Ως τώρα «οι καλοί» και εμείς που είμαστε πάντα μαζί τους δεν νίκησαν ποτέ.
  2. Εγκλωβισμένοι αυτοί και οι ιδέες τους στο αντιφατικό πλαίσιο που ορίζει τις σχέσεις τους με την εξουσία, ξεπεράστηκαν κάθε φορά από τα πράγματα και συχνά οι ιδέες τους όταν τελικά εφαρμόστηκαν -αλλοιωμένες- κατέληξαν στο αντίθετό τους.
  3. Όμως «ο αγώνας συνεχίζεται» και δεν το λέω καθόλου σαρκαστικά.
  4. Νίκη εξάλλου είναι και ότι η συζήτηση μπορεί να συνεχίζεται το έτος 2005, δεύτερο έτος της δεύτερης θητείας του George Bush.

Η αποδέσμευση της Τέχνης από τον ταξικό της χαρακτήρα και η επιθυμία να αποκτήσει μια νέα και σπουδαία κοινωνική σημασία, να γίνει κτήμα των πολλών και στοιχείο της καθημερινής ζωής, συνεχίζει να αποτελεί μεγάλη πρόκληση και ζήτημα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Το ζήτημα αυτό έχει την δική του ήδη μακρά ιστορία, στην οποία δεν θα αναφερθώ φυσικά αναλυτικά. Θα σημειώσω μόνο μερικά χαρακτηριστικά και πολύ διδακτικά στοιχεία του ιδεολογικού πλαισίου των αναζητήσεων και θα επιμείνω στον νομοτελειακό χαρακτήρα της αντίφασης που οδηγεί στην αδυναμία εφαρμογής μέσα στο ισχύον ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο.

Η σχέση της Τέχνης με την πόλη, με τους πολίτες, με τις άλλες τέχνες καθώς και με την τεχνολογία απασχόλησε πολύ έντονα, σε αρκετά πρώιμες περιόδους, όλους εκείνους που μετείχαν στο καμίνι της γέννησης των μοντέρνων ιδεών.

Διαβάζω:
"Το ουσιαστικότερο … γνώρισμα της «μοντέρνας τέχνης» στο ξεκίνημά της ήταν η εκπεφρασμένη πρόθεση να πάρει η τέχνη μια νέα και σπουδαία κοινωνική σημασία…. Δύο είναι οι αρχικές βασικές ιδέες …. οι οποίες…. διαγράφουν τους κοινωνικούς στόχους… Η πρώτη ιδέα αναφέρεται σε … μία νέα ενότητα όλων των τεχνών, υπό την πρωτοκαθεδρία της πολεοδομίας, μέσα στην οποία θα ολοκληρώνονταν όλες οι άλλες … τόσο αισθητικά … όσο και στο επίπεδο του τρόπου ζωής. Η δεύτερη αναφέρεται στο να ξαναδούν οι καλλιτέχνες τη σχέση τους με τη χειροτεχνία, έτσι ώστε να καταργείται η ταξική διάκριση σε Τέχνη με κεφαλαίο Τ και σε τέχνες με μικρό τ. Αργότερα προστέθηκε και η ιδέα να παντρευτεί η Τέχνη με την τεχνολογία για να ξαπλωθεί η ποιότητα στους πολλούς. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινήθηκε αργότερα και η σκέψη του Benjamin.Αυτές οι προτάσεις για το πάντρεμα της Τέχνης με τη ζωή και την τεχνολογία… είναι … ένα κάλεσμα για την επιστροφή στην ενότητα λαού-εργασίας και τέχνης … κάλεσμα για τη δημοκρατικοποίηση της ζωής και για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που της αντιστοιχεί…."

Το ότι βρισκόμαστε σήμερα αλλού ξανασυζητώντας το ίδιο ζήτημα το βλέπουμε και το γνωρίζουμε όλοι.
Διαβάζω:
"… Σήμερα αυτό που ονομάζουμε τέχνη στην καθημερινή μας ζωή είναι εξορισμού κάθε τι που καταφέρνει να ξεχωρίσει από την κοινή παραγωγή. Όλα όσα καταφέρνουν να κυκλοφορούν με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που γίνεται η κατανομή των υπολοίπων αγαθών… Πρόκειται πάντα για ξεχωριστά κυκλώματα παραγωγής και αναγκαστικά περιορισμένης κυκλοφορίας που λειτουργούν με μεγάλο κοινωνικό κόστος, αλλά όχι χωρίς λόγο. Ο λόγος είναι ότι ο κοινωνικός περίγυρος που είναι θεμελιωμένος στις πολιτικά κατοχυρωμένες σημερινές οικονομικές σχέσεις, επιζητά, (επειδή το χρειάζεται) να διατηρηθούν τα αντικείμενα της κατηγορίας που ονομάζει τέχνη σε ξεχωριστό κύκλωμα. Όχι γι’ αυτά τα ίδια τα προϊόντα που παράγονται μέσα του, αλλά για το νόημα που αποκτά στην ιεραρχημένη πραγματικότητα… η διάκρισή τους από το υπόλοιπο σώμα της παραγωγής.
…. Στο συντριπτικό ποσοστό των κοινών ανθρώπων οι … συνθήκες ζωής και εκπαίδευσης δεν διευκολύνουν ή και εμποδίζουν την ανάπτυξη της δημιουργικής τους προδιάθεσης και δεν υποστηρίζουν την συμμετοχή τους στην καλλιτεχνική διαδικασία είτε σαν πομποί είτε σαν δέκτες. Ακόμα και η συμμετοχή της μικρής ομάδας των φιλοτέχνων είναι σε συντριπτικό βαθμό παθητική. …Αποδέχονται μια κατάσταση που διαμορφώνεται ερήμην τους, χωρίς τη δική τους συμβολή και που για λόγους κοινωνικής καταξίωσης προσπαθούν να φανούν αντάξιοί της."


Στους περισσότερους επιβάλλεται με μύριους τρόπους ότι η τέχνη δεν απευθύνεται σ’ αυτούς. Και υποχρεωτικά εξωθούνται να διαμορφώσουν την εντύπωση -που κι αυτή συχνά είναι επιβεβλημένη- πως ολοκληρώνονται πνευματικά (αλλά κυρίως κοινωνικά) καθώς περιορίζονται στις αξιοποιημένες εμπορικά και «δημοκρατικά προσιτές» ανεξέλεγκτες παροχές και χύδην εκπομπές του κάθε λογής αγοραίου, ψεύτικου και συμβατικού kitsch. Πάνω σ’ αυτόν τον άξονα λειτουργεί καταιγιστικά η βιομηχανία του θεάματος και φυσικά η δισκογραφία.


Οι δυνατότητες επικοινωνίας μέσα απ’ αυτό που ονομάζουμε τέχνη, είναι σήμερα εξαιρετικά περιορισμένες, αλλά κι όταν υπάρχουν συχνά υπονομεύονται και γίνονται επικίνδυνες καθώς η αρχική επιδίωξη νοθεύεται στο δρόμο και καταλήγει στο αντίθετό της μέσα από την καταλυτική λειτουργία της κοινωνικής χειραγώγησης, μέσα από τη μαζική παραγωγή, την δήθεν «δημοκρατική» εκπομπή προς πάσα κατεύθυνση και την εν τέλει υποχρεωτική κατανάλωση του συμβατικού kitsch.


Από την άλλη πλευρά αν έρθουμε στους «Insiders», τους καλλιτέχνες, βλέπουμε πως οι θεματολογικές αναζητήσεις των μη παραδοσιακών καλλιτεχνών, που ξεπερνούν την αναπαράσταση της φύσης και τη μνημειακότητα, δίνοντας την προσοχή τους στην αναπαράσταση της ζωής στη μεγάλη πόλη, στην αποκάλυψη και καταγγελία των διαστροφών, του άγχους, της μοναξιάς και της εργασίας που αλλοτριώνει, αλλά όχι μόνο αυτές και οι μορφολογικές τους αναζητήσεις, επίσης, αντιφάσκουν με τους μόνους δυνατούς τρόπους προβολής, κυκλοφορίας και χρήσης των έργων τους. Είναι ας πούμε, πολύ φανερή η αντίφαση των θεματολογικών και μορφολογικών τους αναζητήσεων, με την ολοένα και πιο έντονη ανάγκη «ατομικής προβολής» για να «πιάσουν» στην «αγορά» και να μπορούν να πωλούν στους συλλέκτες, πράγματα όμως που μόνο αυτά θα μπορούσαν να τους επιτρέψουν να επιβιώσουν επαγγελματικά στις συνθήκες εμπορικού ανταγωνισμού, μέσα στις οποίες βρίσκονται έγκλειστοι.


Φανερή είναι επίσης η αντίφαση ανάμεσα στην διακήρυξη για το ξεπέρασμα του χάσματος ανάμεσα στην   τέχνη – και το κοινό, και την περίτεχνη κριτική ανάλυση των έργων που συνηθέστατα αντί να αποκωδικοποιεί στοχεύει αποκλειστικά στην αξιολόγηση και την παρουσίασή τους στα κυκλώματα των μυημένων, δηλαδή των προετοιμασμένων κα αγοράσουν.

  1. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης γίνονται κατά καιρούς διάφορες λιγότερο ή περισσότερο σπασμωδικές προσπάθειες, με λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακό χαρακτήρα. Στόχος τους κοινός είναι η κατάργηση του «απρόσιτου» χαρακτήρα των έργων τέχνης.
    Συνήθως επιχειρείται η προσέλκυση του κοινού είτε με το είδος των καλλιτεχνικών έργων, «προκαλώντας» δηλαδή τις αισθήσεις και τα αισθήματα του κοινού, είτε με τη «μεταφορά» κατά κάποιο τρόπο των έργων σε τόπους ομαδικής εργασίας, σε κοινόχρηστους χώρους, στον δημόσιο χώρο, ή στο ύπαιθρο.
    Άλλοι τρόποι επαφής που προτείνονται είναι π.χ. η παραγωγή έργων σε πολλά αντίτυπα (για να είναι φθηνότερα και να τα κατέχουν περισσότεροι), η οργάνωση εκθέσεων ή και μουσείων στις περιφέρειες, η δημιουργία πολιτιστικών εστιών που να διοργανώνουν εκδηλώσεις κλπ.
  1. Η αποτελεσματικότητά τους σε σχέση με τον στόχο που θέτουν είναι κατά τη γνώμη μου, αλλά όπως δείχνει και η ιστορία, καταδικασμένη εκ των προτέρων, γιατί το «απρόσιτο» της Τέχνης είναι ιδεολογική μορφή που κυριαρχεί και που στηρίζεται σε παγιωμένες οικονομικές σχέσεις τις οποίες στηρίζουν πολιτικοί συσχετισμοί και θεσμικά μοντέλα ιδιαίτερα ισχυρά. Η φυσική προσέγγιση του παρατηρητή, που καταργεί το απρόσιτο τοπολογικά, δεν είναι ικανή να καταργήσει το «απρόσιτο» σαν ιδεολογική μορφή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως οι προσπάθειες αυτές είναι άχρηστες ή καταδικαστέες. Ακόμα και όταν ο στόχος τους καταλύεται μέσα στα κατεστημένα σχήματα των σχέσεων που κυριαρχούν και καταλήγει συχνά στον εντελώς αντίθετό του, ακόμα και τότε υπάρχει ένα θετικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας τους: η συντήρηση της ζύμωσης και η δυνατότητα για έστω έμμεση και εκ των υστέρων συνειδητοποίηση των βασικών διαρθρωτικών στοιχείων που γεννούν και συντηρούν το πρόβλημα. Όμως το ξεπέρασμα του «απρόσιτου» χαρακτήρα της τέχνης και η ολοκλήρωσή της με την κανονική ζωή των κανονικών ανθρώπων δεν μπορεί να επιτελεστεί ούτε με ιδιωτικές πρωτοβουλίες, ούτε με την απλή αποκατάσταση της δυνατότητας για μια «φυσική» ή τοπολογική επαφή των έργων του κοινού.
    Τα πολιτιστικά αγαθά υπάρχουν και νοούνται σαν αγαθά μόνο για όποιον κατέχει τα μέσα να τα οικειοποιηθεί. Είναι αξίες μόνο για όσους κατέχουν τον ιστορικά διαμορφωμένο κώδικα που αναγνωρίζεται κοινωνικά σαν απαραίτητη συνθήκη για την οικειοποίηση του συμβολικού περιεχομένου των έργων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Τελικά, μόνο η κυριότητα των μέσων οικειοποίησης και η κυριαρχία επάνω τους μπορούν να δημιουργούν την ανάγκη για πολιτιστική ικανοποίηση, παρέχοντας συγχρόνως και τα μέσα για την ικανοποίησή της. Μια νέα τέχνη και μια νέα σχέση η ολοκλήρωση της τέχνης με τον κοινό άνθρωπο, δεν μπορεί πάντως να προκύψει από περιθωριακές ενέργειες ούτε να γεννηθεί από τις δημιουργικές δυνατότητες και το λαμπρό πνεύμα μεμονωμένων καλλιτεχνών και τις προσπάθειες καλλιτεχνικών οργανισμών. Θα μπορέσει να γεννηθεί μόνο μέσα από τις ευρύτερες συνειδητοποιήσεις του κοινωνικού συνόλου και των οργανισμών που το αντιπροσωπεύουν γνήσια, για τον ρόλο της εκπαίδευσης – καθοδήγησης, καθώς και από την πολιτική βούληση και την πολιτική αποτελεσματικότητα των οργανισμών αυτών να επιβάλλουν τα πάντα νέο ιδεολογικό σχήμα της ενότητας λαού – εργασίας και τέχνης, με τις προεκτάσεις και τις προϋποθέσεις του. 

Εφόσον συζητάμε σήμερα για τον φυσικό χώρο, θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι ο Δημόσιος Χώρος στην Πόλη μεταλλάσσεται (ως λιγότερο φυσικός και περισσότερο εικονικός) σε μια τεράστια βάση δεδομένων και μηνυμάτων που προτείνονται προς αποκωδικοποίηση.
Η αυτονομία των πολεοδομικών διευθετήσεων και των κτισμάτων παραμένει βέβαια, εάν και σχετική, αλλά όλα τα στοιχεία τους είναι σε κάποιο μέτρο φορείς μηνυμάτων και πληροφορίας, ενώ επίσης βρίσκονται και σε μία συνεχή μεταβαλλόμενη περιπετειώδη σχέση με τους χρήστες.
- Οι διαφημίσεις, οι επιγραφές, οι αφίσες, τα graffiti, τα αυτοκόλλητα, οι πινακίδες, τα billboards, τα videowalls, το διάσπαρτο διαφημιστικό υλικό, οι σημαίες, οι πορείες, η κυκλοφορία, τα έργα που γίνονται, οι ήχοι…. έχουν μεταβάλλει την πόλη σ’ ένα mass medium.
- Οι μεταβολές των δεδομένων είναι συνεχείς και γίνονται με μεγάλη ταχύτητα. Για να πω το πιο απλό: Ώσπου να κολλήσει κανείς μια αφίσα, έρχεται ένα στίκερ επάνω της, μετά κάποιος το σκίζει και κολλά ένα άλλο, κλπ…. Κι όλα αυτά μέσα σ’ ένα δίκτυο σχέσεων, κινήσεων και κυκλοφορίας που είναι και το ίδιο ένα ιδιότυπο πλαίσιο μεταβαλλόμενων εικόνων.

- Το ζήτημα που μπαίνει είναι:

- Το επόμενο ερώτημα βέβαια είναι τι θα πει επικοινωνία ως ζητούμενο

Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι πως θα φιλτραριστεί η πληροφορία, οι εικόνες, τα μηνύματα, οι βιωματικές εκδοχές, …. για να μπορέσει κάποιος να επιλέξει, να αναζητήσει δυνατότητες ανασύνθεσης και να υφάνει τις δικές του πληροφορίες ώστε να δημιουργήσει το δικό του μονοπάτι μέσα στο χάος, τη δική του διάβαση. Ξαναμπαίνει λοιπόν για μία ακόμη φορά το ζήτημα της οικειοποίησης των μέσων αποκωδικοποίησης.

Θα πρέπει ίσως να παρατηρήσει κανείς εδώ ότι:
- Ο «θόρυβος» βέβαια είναι δημοκρατικότερος από όσο η ίδια η επικοινωνία. Παρέχει ευκαιρίες ερμηνειών, προκλήσεις δηλαδή για το σχεδιασμό κωδικών, έτσι ώστε να εκπεμφθεί ή να ληφθεί το μήνυμα.
- Η πολυπλοκότητα είναι πιο δημοκρατική από την απλοποιητική γενίκευση ή την έκπτωση στο ενιαίο.
- Όσο πιο πολύπλοκο είναι ένα σύστημα τόσο περισσότερες ευκαιρίες προσφέρει για να «μπει» κανείς και να «βγει», με την έννοια που μπαίνει και βγαίνει κανείς σ’ ένα πρόγραμμα Η/Υ.

Στο Δημόσιο Πεδίο η ανάγκη επιλογής και ανασύνθεσης των δεδομένων προβάλλει επιτακτική.

Έτσι προβάλλει η αδήριτη ανάγκη ενός ιδιότυπου πολιτισμικού και εν τέλει πολιτικού Remix, που μόνο αυτό μπορεί να αξιοποιήσει επιλεκτικά «θορύβους» για να προκύψει διάβαση μέσα από το χάος, μήνυμα και εν τέλει επικοινωνία.

Προς το παρόν αυτό το Remix μαζί με τις περιθωριακές ομάδες των καλλιτεχνών και των διανοούμενων που το αξιοποιούν και να οικοδομήσουν τις προτάσεις τους έχουν αρχίσει να το χρησιμοποιούν και ευφυείς πωλητές για να επικοινωνήσουν με ειδικά target groups και υποκουλτούρες.

Είναι χαρακτηριστική π.χ. η διαφημιστική λογική της Beneton ή η προβολή σκισμένων ρούχων από την jeans ή την Mc Grecor ή η ωμή αντίστοιχη ευρηματικότητα της βιομηχανίας τσιγάρων για να ξεπεράσει την αρνητική δημοσιότητα από το «το τσιγάρο σκοτώνει».

Το θέμα λοιπόν είναι ποιοι κατέχουν και πως αποκτούνται τα πνευματικά και υλικά εργαλεία, γι’ αυτό το απαραίτητο Remix που μπορεί να χαράξει ένα δρόμο, μια ανάγνωση της πολυπλοκότητας και αντίστοιχη εκπομπή μηνυμάτων. Κι αυτό μέσα σε συνθήκες ολοένα αυξανόμενου βομβαρδισμού, ομογενοποιητικών εκπομπών και χωριστικών πρακτικών των media.
Αυτή η αποκωδικοποίηση, η επιλεκτική ανάγνωση και η ανασύνθεση, αυτή η μέθοδος του Remix, αντικαθιστά ολοένα περισσότερο, ολοένα περισσότερους παραδοσιακούς τρόπους στην Τέχνη, στην επικοινωνία, και στην καθημερινή ζωή.

Στο δημόσιο χώρο, το δημόσιο στοιχείο δεν είναι αυτονόητο. Ένας υποβαθμισμένος, ακόμα και όμορφος δημόσιος χώρος μπορεί να είναι Δημόσιος Τόπος. Ένας καλοσχεδιασμένος με πολλή φροντίδα Δημόσιος Χώρος μπορεί να εμποδίζει τη δυνατότητα λειτουργίας του ως Δημόσιου Τόπου.

«Καλός» (τρόπος του λέγειν) Δημόσιος Χώρος είναι εκείνος που είναι συγχρόνως και Δημόσιο Πεδίο, που μπορεί να γίνει δημόσιο κτήμα. Τότε μόνο παρέχεται η δυνατότητα διακίνησης ιδεών, αξιών, η δυνατότητα ανταλλαγών και εμβολιασμού ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, life styles (τρόπους ζωής) και νοοτροπίες.
Το Δημόσιο Πεδίο μπορεί να λειτουργεί έτσι ώστε να ενθαρρύνει το ενδιαφέρον για το άλλο, το διαφορετικό, αλλά και για τα ί δ ι α χαρακτηριστικά όσων συμπαρευρίσκονται και συμμετέχουν.

Αν η ύπαρξη, η παρουσία ή η απουσία του Δημόσιου Χαρακτήρα, του Δημόσιου Τόπου είναι κρίσιμο στοιχείο για την ποιότητα του Δημόσιου Χώρου, άλλο τόσο κρίσιμο και με μεγάλη βαρύτητα και επιπτώσεις είναι το Δημόσιο Στοιχείο για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται και βιώνεται η Τέχνη.

Η Δημόσια Τέχνη (Public Art) έρχεται λοιπόν αντιμέτωπη με τους μηχανισμούς χειραγώγησης και χαλιναγώγησης του Δημόσιου Τόπου (Public Domain), αντιμέτωπη κατά βάση με την πρόθεση ιδιωτικοποίησης ή έστω περιορισμού του δημόσιου χαρακτήρα του Δημόσιου Χώρου.

Η συμβατική σχέση των Έργων Τέχνης με το Δημόσιο Χώρο για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα, προωθεί και ενθαρρύνει τον περιορισμό του βαθμού δημοσιότητας, την ανάσχεση της ανάπτυξης ενός Δημόσιου Πεδίου.

Είναι φανερό πως έργα τα οποία δημιουργήθηκαν και στήθηκαν στο Δημόσιο Χώρο για το Λαό, προϋποθέτουν μια υποτιθέμενη γενική συναίνεση, ένα ανύπαρκτο consensus. Έτσι όμως απευθύνονται μόνο σε όσους συναινούν. Είναι έργα μονοπολιτισμικά.

Για αιώνες η Τέχνη στο Δημόσιο Χώρο χρησιμεύει για να υποστηρίξει το φρόνημα, να τονίσει πολιτικά στοιχεία, να ανυψώσει το έθνος ή το προλεταριάτο ή κυρίαρχες και επιβεβλημένες αξίες. Ακριβώς γι’ αυτό μόνιμα σχεδόν ο χαρακτήρας της ήταν εγκωμιαστικός και μόνο έμμεσα και σπανιότατα καταγγελτικός.

Ωστόσο, οι κάτοικοι της πόλης, το πλήθος, το κοινό, ο λαός, συγκροτείται από μεγάλη ποικιλία κοινωνικών ομάδων, τρόπων ζωής και νοοτροπιών έχει πολυπολιτισμική σύνθεση.

Έτσι δεν υπάρχει ένα μόνο κοινό, υπάρχουν πολλά, τα οποία αντιδρούν μεταξύ τους και δίνουν έτσι έκφραση στο Δημόσιο Τόπο (Public Domain).

Μετά τα μνημεία και τα βάθρα, παρουσιάστηκε μια διαφορετική αντίληψη ενσωμάτωσης των έργων τέχνης στην αρχιτεκτονική και πολεοδομική ανάπτυξη.

Για μια ακόμη φορά ο Δημόσιος Τόπος (Public Domain) δεν αποτέλεσε προτεραιότητα και η ιδιωτικοποίηση του Δημόσιου Χώρου προωθήθηκε εκ των πραγμάτων άμεσα ή έμμεσα.

Από τα χρόνια του 80’s έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα για την σχέση της Τέχνης - Αρχιτεκτονικής, Αστικού Σχεδιασμού και Design.

Είναι χαρακτηριστικές οι κριτικές παρατηρήσεις της Rosalyn Deutsche σε πρόσφατο βιβλίο της, για τον τρόπο που οι αισθητικές και πολεοδομικές – αστικές ιδεολογίες συνδυάστηκαν τα τελευταία χρόνια για να νομιμοποιήσουν προγράμματα αστικής ανάπτυξης, τα οποία ενώ διακήρυσσαν πως είναι για το καλό όλων, στην πραγματικότητα επιχειρούσαν να αποβάλλουν (δηλαδή να πετάξουν έξω) τις εργατικές τάξεις από την πόλη. Η πρόσφατη έκρηξη στη Γαλλία είναι σύμπτωμα αυτής της λογικής.

Είναι εύκολα, επίσης, ανιχνεύσιμη η κατά κάποιο τρόπο νέα συμμαχία επιφανών ερευνητών και διανοουμένων τόσο στον τομέα της αστικής ανάπτυξης όσο και στον τομέα της τέχνης, που στοχεύει στην προστασία των παραδοσιακών αριστερών projects από τις προκλήσεις που θέτουν οι νέες ριζοσπαστικές πρακτικές στον τομέα των πολιτισμών.
Αληθινά αναρωτιέμαι κι εγώ πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι η νοσταλγική ιδέα ότι η επιβίωση της δημοκρατίας απαιτεί την αποκατάσταση της ενότητας που είχε κάποτε η δημόσια σφαίρα, ή αν τελικά όπως ισχυρίζεται και η Deutshe, η σύγκρουση όχι μόνο δεν υπονομεύει το δημόσιο χώρο, αλλά αντίθετα αποτελεί προϋπόθεση και για την ύπαρξη και για την ανάπτυξή του.

Η Δημόσια Τέχνη λοιπόν δεν χαρακτηρίζεται μόνο από αισθητικού χαρακτήρα σχέσεις του καλλιτέχνη με το κοινό (με το λαό) ούτε μπορεί να βασίζεται κατά κύριο λόγο στη σχέση της Τέχνης με την Αρχιτεκτονική και τα κτίσματα.

Η Δημόσια Τέχνη αναζητά την ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα στην Τέχνη και το Δημόσιο Χώρο και προσπαθεί να της δώσει αξία. Σ’ αυτήν την ενδιάμεση ζώνη όπου το έργο «δουλεύει» με το κοινό. Εδώ η Δημόσια Τέχνη δεν προσφέρει ούτε προτείνει ένα κοινό πρότυπο, που να συγκεντρώνει τη συμφωνία ή τη συναίνεση, αλλά αντίθετα αναδεικνύει και υποδεικνύει τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις, τα διαφορετικά ενδιαφέροντα, τα οράματα του φαντασιακού και τις προσδοκίες.
Όλα αυτά δηλαδή, που με τους απρόβλεπτους συνδυασμούς τους και την άπειρη ποικιλία τρόπων συνύπαρξης μέσα από συνεχείς μικρές ή μεγάλες αντιπαραθέσεις, ορίζουν και περιγράφουν τον Δημόσιο Τόπο.

Η πολιτισμική πολυγλωσσία και συνύπαρξη και η διαρκής πρόβλεψη, επιλογή και αναδιάταξη των στοιχείων του «θορυβώδους», του γεμάτου «θορύβους» πολιτισμικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, αποτελούν τις βασικές σύγχρονες εκδηλώσεις του Δημόσιου Τόπου, του Δημόσιου Πεδίου, του Public Domain.

Εργαλείο της παρέμβασης είναι το Remix, η ανεξάντλητη διαδοχή των διαμεσολαβήσεων, των συνθέσεων και των ερμηνειών.
Και το κλειδί είναι η εισαγωγή στο παιχνίδι αυτό των δημιουργικών διαμεσολαβήσεων και του πολίτη, του κοινού, του λαού.
Γι’ αυτό η προϋπόθεση οικειοποίησης των κωδίκων, οι οποίοι να επιτρέπουν την ανάγνωση του πεδίου και την αναγνώριση της καλλιτεχνικής ποιότητας ως αξίας, συνεχίζει να είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Και ο ρόλος της εκπαίδευσης-καθοδήγησης, όχι μόνο στις θεσμικές της μορφές, παραμένει κεντρικός.

Εμείς τι κάνουμε στο μεταξύ;

Θα αποπειραθώ με δύο λόγια, επιγραμματικά, να περιγράψω την προσπάθεια ενός κατά κάποιο τρόπο ριζοσπάστη αναλυτή, ο οποίος ξανακαταλήγοντας -πανευτυχής- χειρώναξ ρεφορμιστής, αναζητά μία διέξοδο στην αμηχανία που προκαλεί η συνείδηση των αδιεξόδων.

Ο στόχος πρώτα:

Πρώτα εγκαταστάθηκαν δύο παρατηρητήρια που «βλέπουν» προς την πολυπλοκότητα της Μητρόπολης αξιοποιώντας τα media.

Είναι δύο επιλεκτικά Αρχεία:

Στην συνέχεια το χάος αυτών των επιλεκτικών Αρχείων «συρρικνώθηκε» και κάπως ελέγχθηκε με τη βοήθεια μιας επιλεκτικής επίσης ταξινόμησης σε κατηγορίες που αντιστοιχούν σε ευαισθησίες και προκαταλήψεις του παρατηρητή.

Το «συρρικνωμένο» αυτό χάος προσφέρονταν πια για χειρισμούς και ακριβώς μέσα σ’ αυτό ενέγραψα τις προσωπικές μου «διαβάσεις» κάνοντας Remix σε πολλά επίπεδα και σε πολλές διαδοχικές φάσεις. Προσπάθησα όσο ήταν δυνατό να μείνει ανοιχτός ο δρόμος και για άλλες συμπληρωματικές ή διαφορετικές ερμηνείες αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιλεγμένων θεμάτων, τη διευκόλυνση με εικαστικά μέσα του φαντασιακού και την αφηγηματική τεχνική της διαρκούς εκκρεμότητας.

Η επεξεργασία των έργων στον Η/Υ καταργούσε ριζικά την ίδια την έννοια του πρωτοτύπου.

Οι άπειρες δυνατότητες κλωνοποίησης του ειδώλου και οι εξίσου άπειρες δυνατότητες παραλλαγών μου έδιναν μία απάντηση στην πρόθεση κατάργησης του κλειστού, μονοσήμαντα ερμηνεύσιμου έργου και συγχρόνως άνοιγαν μία πόρτα για «να μπει στο παιχνίδι» ο θεατής-χρήστης-πολίτης που θα μπορούσε να γίνει ο συνεχιστής δημιουργός.

Οι διαμεσολαβημένες (δηλαδή επιλεγμένες και ερμηνευμένες) από τα media εικόνες, με τη δική μου διαμεσολάβηση γίνονταν έργα ολοκληρωμένα σε ότι αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή, αλλά όχι τελειωμένα. Παραμένουν ανοιχτά σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι διαμεσολαβήσεων και παραλλαγών.

Στην αρχή ο στόχος μου ήταν αυτό που έκανα, ως προϊόν, να μην είναι απλώς ένα έργο, αλλά και μία διαδικασία παραγωγής και συμμετοχής.

Αργότερα μου ήρθε η ιδέα να αναστατώσει κανείς την πόλη ξαναρίχνοντας μέσα στις διαδρομές της ερμηνευμένες εκδοχές της πολυπλοκότητάς της. Τόσο το καλύτερο εάν αυτές προσφέρονται σε παρεμβάσεις από τους «διαβάτες» του μητροπολιτικού χάους είτε παρεμβαίνοντας σε ένα δίκτυο είτε/και ξεχωριστά σε κάθε εικόνα.

Θα μπορούσαν άραγε αυτά να χρησιμεύσουν σαν ορόσημα για να διευκολυνθούν τα «περάσματα», δηλαδή οι αναγνώσεις της πόλης;

Θα μπορούσαν να γίνουν αφετηρίες για συμμετοχή και παρέμβαση;