ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Κείμενο Καταλόγου

Παντελής Λαζαρίδης


Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να ισχυριστώ πως μ’ ενθουσίασε η πρόταση να γράψω κι εγώ ένα προλογικό σημείωμα στον κατάλογο αυτής της έκθεσης, όπου παρουσιάζεται το συνολικό έως τώρα εικαστικό έργο μου. Εξάλλου, οι σκέψεις μου για τα σχετικά θέματα καθώς και τα έργα αυτής της μακράς περιόδου παρουσιάστηκαν πρόσφατα στον τόμο «Διαπραγματεύσεις του Εφήμερου» που εκδόθηκε από το Μουσείο Μπενάκη γι’ αυτήν ακριβώς την έκθεση.

Εκτός από τον προφανή λόγο αυτής της δυσκολίας, αμηχανία γεννά επίσης και η συνείδηση μιας «επαναφοράς», που όσο κι αν φαίνεται και δηλώνεται ως «ολική», δεν παύει να θέτει ορισμένα κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τη συνέχεια και τη συνέπεια της καλλιτεχνικής μου πορείας όλα αυτά τα χρόνια. Όχι τόσο σε μένα και σ’ εκείνους με τους οποίους συμπορευτήκαμε όσο ιδίως σε ορισμένους εγκατεστημένους ή νεώτερους που ενδημούν στο «χώρο», σ’ ότι συνήθως αναφερόμαστε ως καλλιτεχνική πιάτσα.

Είναι λογικό. Εξάλλου κράτησαν πράγματι πολύ οι αναβάσεις, οι καταβάσεις, οι παραβάσεις, οι δολιχοδρομήσεις, τα άλματα, καμιά φορά και οι ακροβασίες μιας διαδρομής γεμάτης μεταβάσεις από το ένα πεδίο δραστηριότητας στο άλλο, με υπερκινητικές παύσεις και ηχηρές σιωπές. Ευτυχώς ο λόγος ήταν πάντα ένας. Ο ενθουσιασμός που λειτουργούσε και ως όχημα.

Το μεγαλύτερο σάλτο, το μεγαλύτερο μακροβούτι προς τ’ ανοιχτά είναι το τελευταίο, αυτό που οδήγησε στη νέα περίοδο καλλιτεχνικής δραστηριότητας και στις εκθέσεις των τελευταίων χρόνων. Μπορεί να είναι και αποκοτιά αλλά ακόμα και ως πρόκληση, λειτουργεί λυτρωτικά. Να γυρίζεις, μετά από δύο δεκαετίες και κάτι, πίσω στα μέρη σου, αλλαγμένος κι αγνώριστος και να ζητάς ξανά από τα πολύτιμα που είχες αφήσει αφύλαχτα.

Κάπως έτσι, πάντως, βρέθηκα με την καινούρια μου δουλειά να παλεύω με τις εικόνες που συγκέντρωνα από τα παρατηρητήριά μου στα media και να μοντάρω τις νέες ιστορίες για τα κοινά, ελπίζοντας ότι κάποτε θα μπορέσω να τις κατεβάσω και στους δρόμους.

Επέλεξα να δώσω ένα τίτλο στην έκθεση για να διευκολύνω τις ερμηνείες αλλά και για να παρακάμψω ή μάλλον να υπερβώ τον αναδρομικό της χαρακτήρα και βέβαια για να προσδιορίσω το ιδεολογικό της στίγμα με τους αληθινούς όρους που ίσχυσαν στην πορεία. Κατά βάση για να την ορίσω ως μια νέα μετάβαση και αφετηρία. Ίσως πάλι κι εδώ να κρύβεται ο διαρκής, μύχιος φόβος του θανάτου…, η απέχθεια στην κατάληξη, η γοητεία του ατελείωτου ή η λαγνεία του εν δυνάμει νέου και το άρπαγμα από τη δύναμη της συνέχειας. Πιστεύω ότι σ’ ολόκληρη τη δουλειά μου αυτές οι εμμονές είναι παρούσες και στις ιδέες και στα θέματα και στη διαπραγμάτευση.

Το ξεκάρφωτο PARKOUR, πρόσφατος νεολογισμός, εφεύρημα για να χαρακτηρίσει μια σχεδόν (ίσως και ακραία) αθλητική δραστηριότητα μέσα στην ωμότητα του αστικού περιβάλλοντος, μου ταίριαξε ως μεταστροφή. Μια αυθαίρετη κατασκευασμένη λέξη από το γαλλικό parcours που σημαίνει την πορεία, την διαδρομή, αλλά που η ίδια δεν σημαίνει καθόλου αυτό, αφού εκφράζει μια δραστηριότητα που βιάζει τη συνέχεια και αναιρεί την έννοια της διαδρομής.

Μου φάνηκε ότι μπορεί να προτείνει (και πάντως να διευκολύνει) πρόσθετες ερμηνείες για τα έργα και για την έκθεση, που όλη μαζί στήθηκε σαν ένα έργο. Μου ταίριαξε κυρίως η δυνατότητα της αναφοράς τόσο στη συνεχή ριψοκινδύνευση -που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει το είδος της δημιουργικής δράσης που μ’ ενδιαφέρει- όσο και στη διαρκή κινητικότητα του προσωπικού και εσωτερικού μέσα στη Δημόσια σφαίρα και κατ’ επέκταση η έμμεση έστω αναφορά στα κοινά.

Αυτή η τελευταία δική μου νοηματοδότηση στο PARKOUR μέσα στα συμφραζόμενα της έκθεσης, αποτελεί μια νέα μεταστροφή και θα μπορούσε να είναι ένα έργο από μόνη της. Η μεταστροφή ως δημιουργική πράξη, ακόμα και ως απλή μέθοδος στο πλαίσιο μιας δημιουργικής πρακτικής, αποτέλεσε πολύ συχνά την συνθετική μου καταφυγή και το θεμέλιο των περιπετειών με το φαντασιακό που είναι υπόβαθρο, δρόμος και όχημα για την τέχνη.

Στα έργα της τελευταίας περιόδου η μεταστροφή διευκολύνεται από το ψηφιακό περιβάλλον και οι ποιότητες και νοηματοδοτήσεις προκύπτουν από τις δυνατότητες μιας απειρίας μίξεων. Τα έργα είναι ενδιάμεσες διαμεσολαβήσεις, προτείνουν ένα πλαίσιο εκδοχών αλλά το πεδίο είναι ανοιχτό και για άλλες εκδοχές και ερμηνείες και μπορεί να οδηγήσει σε παρεμβάσεις διαδραστικές.

Η κλωνοποιητική δυνατότητα των ψηφιακών τεχνικών ακυρώνει την έννοια της «καταστροφής» του έργου, υπονομεύει την ιδέα του «πρωτοτύπου» και καταργεί την αξία του «μοναδικού». Αντίθετα οι «παραλλαγές» και τα «αντίγραφα» επανακαταξιώνονται ως αυθεντικά και το έργο γίνεται «μητρώο» ή «αρχείο» όμοιων έργων, μια γεννήτρια απειρίας αυθεντικών «εξίσου έργων». Πιστεύω ότι σ’ αυτό το πλαίσιο η συζήτηση για «το πολιτικό στην τέχνη» μπορεί να εμπλουτιστεί με νέα επιχειρήματα, με επιχειρησιακά ερείσματα, και δυνατότητες εφαρμογών που να καταργούν το «απρόσιτο στην τέχνη» ως ιδεολογική μορφή που συντηρεί τις γνωστές διακρίσεις και διαμορφώνει τους όρους λειτουργίας της «αγοράς». Αυτοί οι όροι για την καταξίωση και διακίνηση των έργων τέχνης στηρίζονται σε αντίθετο αξιακό σύστημα, όπου κυριαρχούν οι ιδέες του «πρωτοτύπου», του «μοναδικού», του «ευπώλητου», του ανταλλάξιμου, της «επένδυσης» και της «κατοχής», που συχνά συνδέεται με την κοινωνική θέση.

Η επιλογή να αναρτηθούν τα έργα με τη μορφή roll-tops, σε αλλεπάλληλα επίπεδα, αποτελεί πρόταση συμπληρωματικής χρήσης, η οποία βέβαια αποσπά τα έργα από το βάθρο του συμβόλου, και συνδυάζεται τόσο με την διαδραστική δυνατότητα που δίνεται στο θεατή-χρήστη καθώς και με την πρόθεση δημιουργίας ενός μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, ως συνολικού «μετά-έργου», μέσα στο οποίο υπάρχουν τα επιμέρους έργα και οι θεατές.

Οι πέντε Εγκαταστάσεις και το Εργαστήριο έχουν διαταχθεί ως στάσεις που διακόπτουν τη ροή της αφήγησης για να υπομνηματίσουν ή/και να νοηματοδοτήσουν συμπληρωματικά τη συνέχειά της. Με την εξαίρεση μιας έχουν γίνει με αφορμή αυτήν την έκθεση.

Το «Εργαστήριο» είναι κι αυτό μια εγκατάσταση και αποτελεί μέρος της έκθεσης, δεν είναι συμπλήρωμά της. Είναι ο τόπος των αποκωδικοποιήσεων, της πληροφόρησης και συμμετοχής στα δεδομένα και τις επεξεργασίες που χρησιμοποίησα και θα μπορούσε να γίνει τόπος ζυμώσεων και δημιουργικής δράσης.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην Έφη Στρούζα για τη συστηματική προσέγγιση στην επιμέλεια του Καταλόγου και την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκθεσης, για τις πολλές ώρες της γόνιμης συνεργασίας μας και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε αλλά και που μου ενέπνευσε, καθώς και στον Χρήστο Ιωακειμίδη και τον Κωστή Σταφυλάκη για τα κείμενα που δέχθηκαν να γράψουν μέσα στις πιεστικές προθεσμίες που αναγκαστικά είχαν τεθεί.

Για την πραγματοποίηση της έκθεσης και την έκδοση του Καταλόγου σημαντική ήταν η συμβολή των Πρυτανικών Αρχών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του Τμήματος Αρχιτεκτόνων τους οποίους ευχαριστώ.   

Κρίσιμη για την έκδοση του Καταλόγου ήταν η χορηγία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ιωάννου Κωστόπουλου και η συμβολή της Κατερίνας Κοσκινά την οποία ευχαριστώ θερμά. Τέλος, ευχαριστίες οφείλω στο Μουσείο Μπενάκη και ιδιαίτερα στον Άγγελο Δεληβορριά και την Ειρήνη Γερουλάνου για την πρόσκληση και τη συνεργασία τους στην πραγματοποίηση της έκθεσης.