ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Παντελής Λαζαρίδης: Δημόσια Υβρις

Βασιλίκα Σαριλάκη

 

Εικόνες δίχως άλλοθι. Εκκινώντας από το αυτονόητο, μιας εποχής όπου πασχίζει κανείς να αυτοπροσδιοριστεί και να επιβιώσει σ’ έναν ωκεανό αλληλοσυγκρουόμενων εικόνων, σ’ έναν οργουελικό πολιτισμό χωρίς πυξίδα, που μοιάζει με άϋλη φυλακή, ή σ’ έναν χαξλεϊκό πολιτισμό που καταλήγει παρωδία, ή ακόμα βιώνοντας ήδη in vivo την «αλυσίδα των επερχόμενων καταστροφών» που προφήτευσε ο Paul Virilio αναρωτιέται κανείς τι είδους εικόνες μπορεί να διαλέξει ένας καλλιτέχνης για να μαρτυρήσει την εποχή του..

 Η χαοτική μηντιόσφαιρα εκπέμπει ασίγαστα άναρχη οπτική πληροφορία, χωρίς πλαίσιο αναφοράς, χρόνο για αξιολόγηση, στοχασμό. Η σοκαριστική εικόνα γίνεται ξόμπλι. Μια στιγμιαία σουβλιά στην συνείδηση, λίγο πριν περάσει στην αδιαφορία. Το αέναο zapping και sambling εξισώνει κι εξουδετερώνει το νόημα των εικόνων, το βαρόμετρο της πραγματικότητας. Τι απομένει; Οι grotesque εικόνες του άγους και τα σύμβολα της πτώσης. Φαντάσματα των δίδυμων πύργων που καταρρέουν στον κοπετό, εξουθενωμένα πρόσωπα του Οτσαλάν, του Σαντάμ, των βασανιστών του Ιράκ…Όσο για το άχθος της καθημερινότητας περνάει στα ψιλά..

Μέσα σ’ αυτήν την δίνη, ένας καλλιτέχνης αποφασίζει μ’ έναν αξιοπερίεργο τρόπο, να περισώσει τις δικές του εικόνες, μέσα από ένα μάγμα φωτογραφιών της παγκόσμιας ειδησεογραφίας που συλλέγει εδώ και δεκαετίες σ’ ένα ιδιόμορφο αρχείο. Η διαδικασία είναι χρονοβόρα. Συλλογή, σταχυολόγηση, κατηγοριοποίηση, αξιολόγηση. Από εκεί αντλεί τις εικόνες-αρχέτυπα της καθημερινότητας, όχι μόνον αυτές που εξιστορούν τα μικρά ανώνυμα δράματα, αλλά και τις «μεγάλες ιστορίες», αυτές που αρθρώνουν ιδεολογία, που καταστρατηγούν οράματα, τις μεγάλες ματαιώσεις της Ιστορίας. Μέσα από αυτές «φωτογραφίζει» την πόλη ως ανοιχτό πεδίο συγκρούσεων. Ο Παντελής Λαζαρίδης καταλήγει σ’ αυτές τις εικόνες μετά από πολύχρονη αναζήτηση πάνω στην κοινωνιολογία της πόλης, την διαπλοκή της αρχιτεκτονικής με την ζωντανή της ύλη. Εκεί αναφέρεται και το συγγραφικό του έργο μετά την θητεία του ως καθηγητής αρχιτεκτονικής στα πανεπιστήμια Γενεύης και Λωζάνης κατά την αυτοεξορία του επί χούντας. Αν κι εκθέτει από το ’64, με 30 εκθέσεις στο ενεργητικό του σε Ευρώπη κι Αμερική, η ενεργός πολιτική του δράση και τα διοικητικά του καθήκοντα (ίδρυση του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας και κυβερνητικές θέσεις ) τον κρατούν για χρόνια μακριά από την εκθεσιακή δραστηριότητα. Επανέρχεται σήμερα με μια λαμπρή έκθεση (21 Μαρτ.-23 Απρ. στην γκαλερί a.antonopoulou.art) και με δυνατές εικόνες της πόλης που λειτουργούν ως μια ψηφιακή performance ενός δημόσιου αντίλογου, ως μια εικονική αντίπραξη, εκθέτοντας τα δρώμενα αλλά και «την ύβριν της πόλεως»..

 

Τετράδιο συμβάντων. Τα θέματα του Λαζαρίδη είναι τομές, stop carre ενός «ρεπορτάζ» στην βασανιστική ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Τα συμβολοθετεί εκ νέου, τα επεξεργάζεται ψηφιακά και κατάλήγει σ’ ένα κολάζ με νέες εικόνες-ορόσημα. Μια εποποιία ή ένα ρέκβιεμ με πρωταγωνιστή ένα ξεχασμένο θέμα. Τον κόσμο, τον καθημερινό λαό. Σκηνές αυτοψίας από νοσοκομεία εγκατάλειψης, επίσκεψη ιθυνόντων σε φυλακές, ποδοσφαιρικές εξάρσεις, κρεμαστά σφάγια που θυμίζουν Bacon, συλλήψεις σε καφενεία, καλπασμοί διαδηλώσεων, καπνογόνα, αμηχανία πριν την σύγκρουση, ρωμαϊκά επινίκια για την σύλληψη του Σαντάμ, κι «άνθρωπο που περιμάνουν και λιώνουν»(τίτλος έργου), στο μετρό, την εφορεία, δίπλα σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ..

Το πολιτικό βλέμμα είναι εδώ σαφές, όπως κι η «αναμόχλευση της ηθικής» κατά Νίτσε. Αλλά η διαμαρτυρία δεν είναι γκρίζα ούτε ηθικοπλαστική. Ο καλλιτέχνης αναζητά την άμεση επαφή με τον θεατή, επιμένει στον διάλογο μαζί του. Έτσι συνειδητά προκαλεί μια αισθητική αναγνωρισιμότητα στους κώδικές του. Οι εικόνες του ευεργετούνται αλλού από την στατική αύρα των έργων του Balthus ή του Seurat (αναμονή στο πλήθος), ή από την νοσταλγική αχλύ ενός Gerhard Richter ή ενός Sigmar Polke, ή από τα θερμόχρωμα κολάζ του Rauschenberg. Στις ανοιχτόχρωμες εκδόσεις των έργων του κυριαρχούν τα ροδαλά χρώματα a la Monet, κι οι μεταπόπ λάμψεις. Τα χρώματα του απομεσήμερου προσιδιάζουν στις λαϊκές σκηνές του «ζεϊμπέκικου της σύλληψης» ή στα «σκουπίδια».

Το φαντασιακό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Τα πρόσωπα είναι αμυδρά, το μοντάζ δίνει την ευχέρεια του ψευδοντοκουμέντου (όπως στα φωτομηχανικά πορτραίτα του Κεσσανλή), δεν ξέρεις που σταματάει η αλήθεια και που αρχίζει η επινόηση. Ο Λαζαρίδης ξέρει πως η τέχνη είναι η μαγεία της αυταπάτης.

Το έργο είναι ρευστό κατά την έννοια του Fluxus και ανοιχτό κατά την έννοια του Umberto Eco. Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται –στιγμιαίες αναγνώσεις της καθημερινότητας- αρθρώνουν μια σπονδυλωτή, ανατάξιμη εικόνα από 16 χαρτιά Α4 που καρφιτσώνονται στον τοίχο. Ο θεατής-χρήστης μπορεί να τροποποιήσει την εικόνα κατά το δοκούν αξιοποιώντας και το ψηφιακό αντίγραφό της. Ο Λαζαρίδης δεν θεωρεί το έργο του πεπερασμένο κι έτσι επιστρέφει τελικά τις εικόνες του σε μας. Το βλέμμα κι ο στοχασμός άλλωστε δεν είναι ιδιοκτησία κανενός.