ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Πρόλογος

Γιώργος Τζιρτζιλάκης
Αρχιτέκτων-θεωρητικός τέχνης, επικ. καθηγητής Π.Θ.

 

Γνώριζα τον Παντελή Λαζαρίδη από τη θυελλώδη συγγραφική και μεταφραστική δραστηριότητα που ανέπτυξε στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, αλλά συναντήθηκα μαζί του για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Αυτή τη φορά γνώρισα την ενεργητικότητά του για ζωή και προπάντων την οξύτατη αίσθηση των νέων φαινομένων της κουλτούρας και των εκτάσεων της αρχιτεκτονικής που διαθέτει. Στο επίκεντρο αυτής της δραστηριότητας βρέθηκε το κοινωνικό «ανεμοπύρωμα» της πόλης και όχι η αισθητική του κτίσματος.

Στο Γραφείο του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ανακάλυψα στοίβες με αποκόμματα εφημερίδων που περισυνέλεγε με συστηματικότητα εντομολόγου, αφήνοντας άλλα τόσα να περισσεύουν σκόρπια εδώ κι εκεί. Έχει γραφτεί κι αλλού ότι οι άνθρωποι περισυλλέγουν πράγματα εξαιτίας ενός ακαθόριστου φόβου του θανάτου που, στην περίπτωση αυτή, συναντά την αδάμαστη επιθυμία για απεικόνιση του zeitgeist. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Λαζαρίδη και η θητεία του στον κύκλο των αφηρημένων ζωγράφων της Θεσσαλονίκης, του έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτά τα σπαράγματα της βέβηλης καθημερινότητας, όχι μόνο ως ευρήματα ενός «αρχείου» –μια λέξη που σήμερα όλες οι όχθες της «διεπιστημονικότητας» μυθοποιούν αποσβολωμένα– αλλά και ως καταγραφή του ασυνειδήτου και του νέου φαντασιακού.

Από εδώ αντλεί η σύνδεση των διαφορετικών ενοτήτων αυτού του έργου, που μερικοί θα αναζητήσουν σχολαστικά. Από τη μελαγχολική αφαίρεση των «Ειδώλων στα τοπία του χρόνου», των «Murmures des murs», ή τη λιβιδική έξαρση των «Fragments d’ un langage», μέχρι την πολιτική αφηγηματικότητα των «Comments and documents» και των «Ψηφίων της πόλης» ως «Αναγνώσεις αρχείου» –που δημοσιεύονται στο συγκεντρωτικό αυτόν τόμο– το φαντασιακό συστήνει το πραγματικό κέντρο στον συνολικό χάρτη των «Διαπραγματεύσεων του εφήμερου:»και αποτελεί το κινούμενο στίγμα και το τυφλό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η ίδια η συνθήκη του καλλιτεχνικού αιτίου.

Εδώ χρειαζεται προσοχή. Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε την παρατεταμένη αναμέτρηση όλων των μορφών της σύγχρονης δημιουργικότητας με την κουλτούρα των media. Οι επιπτώσεις ενός τέτοιου γεγονότος είναι πολλαπλές, με πρώτη απ’ όλες την ταύτιση τέχνης και επικοινωνίας. Στη συνάντηση τέχνης και επικοινωνίας υλοποιείται η διασταύρωση τέχνης και κοινωνίας. Όποιος θέλει να αναζητήσει τα πραγματικά ίχνη μιας τέτοιας μεταβολής πρέπει να ανατρέξει πιο μακριά. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι στο μεσαίωνα δεν υπήρχαν άλλου είδους media εκτός της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής και εν τέλει της χαρακτικής. Η εφεύρεση της τυπογραφίας ήρθε να ανατρέψει ριζικά αυτό το σταθεροποιημένο και δοκιμασμένο επικοινωνιακό πλαίσιο. Σταδιακά η τέχνη έγινε τμήμα ενός ευρύτερου συστήματος αναπαράστασης, που την οδήγησε στην απίσχνανση της φαντασιακής αποτελεσματικότητάς της, συγκριτικά με άλλα μέσα, όπως ο κινηματογράφος, ή οι νέες μορφές έντυπης και ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

Η ενίσχυση της επιθετικής εικονοποιίας και της ντοκουμενταρίστικης αισθητικής, δεν είναι σήμερα παρά μια αντίδραση στην παντοδυναμία των media και κατά συνέπεια μια απόπειρα επανανάκτησης των πρωτείων της συμβολικής εικόνας. Το συμπέρασμα στο σημείο αυτό μοιάζει προφανές: το φαντασιακό ανήκει στα μείζονα πολιτικά και καλλιτεχνικά διακυβεύματα της εποχής μας και η παραγωγή του προϋποθέτει πολλαπλές επικοινωνιακές ικανότητες και πρακτικές.

Έχοντας ήδη ασκηθεί στις υπαρξιακές απορίες της αφαίρεσης, ο Λαζαρίδης έμαθε ότι η πολυπόθητη «ουσία» της τέχνης βρίσκεται διαρκώς έξω από την τέχνη, και γι' αυτό, κάθε καλλιτέχνης πρέπει να διαθέτει μια ζωτική και κρίσιμη «εξωκαλλιτεχνική» πλευρά. Εύκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτήν του την πλευρά στο σταθερό ενδιαφέρον που ανέπτυξε για τη «Ζωή μέσα στο χώρο», την πόλη και, φυσικά, την πολιτική. Μια τέτοια εμμονή τον βοήθησε να παραμείνει συγχρονισμένος με μια σειρά νέα φαινόμενα και τις κινήσεις των νεοτέρων καλλιτεχνών.

Ο Λαζαρίδης, δουλεύοντας ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σαν ηχολήπτης της καθημερινότητας, μιξάροντας ακολουθίες soundscapes (Ηχοπλοκές) και ιδρύοντας, το 1996, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Έπικοινωνίας και Οπτικοακουστικής Τεκμηρίωσης (ΕΠΕΟΤ), εισχώρησε κυριολεκτικά στο αυτί του περιβάλλοντος, στους μηχανισμούς του νέου φαντασιακού και στα αινίγματα του ντοκουμέντου. Οφείλουμε να συμφωνήσουμε ότι το ντοκουμέντο αποτελεί σήμερα την κατεξοχήν έκφραση κοινωνικής δημιουργικότητας, καταγράφοντας όχι μόνο –κι όχι τόσο– την αλήθεια των γεγονότων αλλά την αλήθεια των μύθων κάθε εποχής.

Εφεξής είδα πολλές φορές τον Λαζαρίδη να ξενυχτά και να επεξεργάζεται στο χαοτικό διαμέρισμα-εργαστήριό του στο Βόλο (στο περιβαλλοντικό του αρχείο, δηλαδή) αυτά τα τεκμήρια της βέβηλης καθημερινότητας, στοιβάζοντάς τα με ιλιγγιώδη ρυθμό πλάι σε παλιά έπιπλα, πίνακες και βιβλία, ανάμεσα σε κονσόλες, οθόνες και μηχανήματα εγγραφής και αναπαραγωγής. Να γιατί η δύναμη και η πολυτιμότητα των «Διαπραγματεύσεων του εφήμερου» δεν έγκειται μόνο στην πληροφορία ή στο ίχνος της χειρονομίας, που αποθησαυρίζουν, αλλά στην ημιτελή καταγραφή του χρόνου που περνά: σε εκείνη την παγωμένη χρονικότητα που τους δίνει διαβατήριο εισόδου στη σφαίρα του φαντασιακού.

Ένα ντοσιέ αποκομμάτων, μια σειρά χειρονομιακών Αφαιρέσεων και αφηγημάτων και μια συναρμογή ψηφιακών εκτυπώσεων, στο πέρασμα του χρόνου, μπορούν να αποκτήσουν τη γοητευτική φύρα και την εντροπία ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου, ή μάλλον καλύτερα ενός ναυαγίου. Από εδώ αντλεί η σύνδεσή τους με την πρωταρχική συνθήκη της μνήμης – που είναι μια ριψοκινδύνευση δίχως τέλος.

Την ίδια λογική του αρχείου και την ταξινόμηση σε ντοσιέ, ακολουθεί και η ανά χείρας έκδοση, πολλαπλασιάζοντας τα ερεθίσματα. Ασφαλώς μια τέτοια ταξινόμηση είναι δομική και όχι αξιολογική. Κάθε έργο, κάθε κείμενο, όπως και ο ίδιος ο σχεδιασμός αυτού του συγκεντρωτικού τόμου, συνιστούν κυριολεκτικά Αναγνώσεις αρχείου, που είναι υποχρεωτικά ανοιχτές, όπως κάθε «έργο εν εξελίξει». Εμπεριέχουν δηλαδή μαρτυρίες, πληροφορίες, εμπειρίες, χειρονομίες, ερμηνείες, αναφορές, συναρμογές, παλινδρομήσεις, μικρόκοσμους και σχόλια.Ο θεατής και αναγνώστης δικαιούται να γινει συνοδοιπόρος στο ταξίδι των συλλήψεων, των εικόνων και των εμμονών. Στο ταξίδι του φαντασιακού.