ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Ροές της πόλης: Ψηφία της πόλης

Ιωάννα Λαλιώτου
Ιστορικός, λέκτωρ Π.Θ.

 

Οι αναπαραστάσεις της πόλης επιτελούνται μέσα από πολυδιάστατες διαδικασίες οπτικοποίησης του σύγχρονου επικοινωνιακού πεδίου. Αυτές οι διαδικασίες λαμβάνουν χώρα σε ποικίλα επίπεδα πολιτισμικής παραγωγής συμπεριλαμβανομένων και των διαφόρων πρακτικών του καθημερινού βίου. Η διαφήμιση, η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, αλλά και η κατανάλωση, η πολιτική διαμαρτυρία, ο περίπατος, η μετανάστευση και η προσφυγιά συμμετέχουν στη συγκρότηση των δομών της αίσθησης μέσω των οποίων βιώνουμε την πόλη, αποσπασματικά αλλά και στην ολότητά της. Η ροή της πληροφορίας που διέπει αυτή τη διαδικασία συγκρότησης επηρεάζεται διαρκώς από παρεμβάσεις που επιχειρούν να ανασημασιοδοτήσουν οικείες και καθιερωμένες εικόνες εντάσσοντάς τες σε διαφορετικά πλαίσια αναφοράς.

Οι συνθέσεις του Παντελή Λαζαρίδη αποτελούν προϊόν μιας πολυδιάστατης διαδικασίας που περιλαμβάνει πολλαπλές ενέργειες. Με μια έννοια οι συνθέσεις αποτελούν την κορυφή ενός παγόβουνου. Μας αποκαλύπτουν, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως, αλλά πάντα μερικά και αποδιαρθρωμένα, τμήμα μόνο της διάθεσης να παρέμβει κανείς στην πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης της εικονικής αλλά και πιο συγκεκριμένα της επικοινωνιακής πραγματικότητας. Αυτή η παρέμβαση σε διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας περιλαμβάνει τη συλλογή υλικού, την ανασύσταση κοινωνικών χώρων, τη φαντασίωση, την ενόραση, την επιλογή, τη σύνθεση αλλά και τη διάρρηξη των ρητών αφηγήσεων των εικόνων. Ως μορφή παρέμβασης στην πραγματικότητα —και στις ροές της πληροφορίας και της εικονικότητας που τη συναρτούν— τα έργα μας παρασύρουν να αναζητήσουμε τις καταβολές τους, να αναζητήσουμε —δηλαδή να παρακολουθήσουμε— το ίδιο το βλέμμα του συλλέκτη/συνθέτη/δημιουργού που πλανάται, εστιάζεται, σαρώνει, καταγράφει αλλά και ακούει, οσμίζεται και ακουμπά τα κείμενα, τους κώδικες και τα μέσα αναπαράστασης της σύγχρονης μητρόπολης.

Η πόλη έχει αποτελέσει βέβαια αντικείμενο πολλαπλών διαδικασιών αναπαράστασης σε ποικίλες σφαίρες πολιτισμικής παραγωγής, όπως ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, η φωτογραφία, και η μουσική. Η σύγχρονη μητρόπολη και οι αναπαραστάσεις της καθίστανται πολιτισμικά αναγνωρίσιμες ως τέτοιες μέσω ενός πολύμορφου και πολυμεσικού επικοινωνιακού πεδίου στο εσωτερικό του οποίου παρελθούσες και παροντικές εικόνες ανακαλούνται με σκοπό να καταστήσουν τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα πολιτισμικά αναγνωρίσιμα, να τα εντάξουν δηλαδή στο ιστορικά διαμορφωμένο στο πέρασμα του τελευταίου αιώνα μητροπολιτικό φαντασιακό. Με αυτή την έννοια η οπτικοποίηση της πόλης βρίσκεται βέβαια σε συνεχή αλληλεπίδραση με άλλα μέσα αναπαράστασης της μητρόπολης αναδεικνύοντας έτσι και τις διαδικασίες μέσω των οποίων συγκροτούνται οι δομές του μητροπολιτισμού.

Ιδωμένα μέσα από αυτή την οπτική τα έργα αποτελούν μια παρέμβαση στη συγκρότηση αυτού του επικοινωνιακού πεδίου στο εσωτερικό του οποίου αναπαρίσταται, οπτικοποιείται και μορφοποιείται η σύγχρονη πόλη και τα πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα που τη συγκροτούν. Αυτή η παρέμβαση παράγει νέες εννοιολογήσεις της πόλης, συχνά εισάγοντας αντιφάσεις, αμφισβητήσεις και ανασημασιοδοτήσεις ήδη γνωστών και αναγνωρίσιμων εικόνων. Τα θέματα που ανασύρονται αποτελούν κομβικές αναφορές σε ιστορικά διαμορφωμένες αναπαραστάσεις και εννοιακούς τόπους της πόλης: η περιπλάνηση, η αναμονή, η ασθένεια και το νοσοκομείο, η γειτονιά, η διασκέδαση, ο αθλητισμός, το γήπεδο, η τράπεζα και το δημόσιο ταμείο, ο οικιακός χώρος, η κατανάλωση, το εμπορικό κέντρο και η βιτρίνα, η κρεαταγορά, η πολιτική συγκέντρωση, το αεροδρόμιο, οι μετανάστες, η τηλεόραση, το θέαμα, ο πόλεμος, οι διαδηλώσεις, οι διώξεις, τα βασανιστήρια.

Οι σκηνές που αποτελούν τα ψηφία της πόλης είναι καθημερινές, συνηθισμένες και χιλιοϊδωμένες. Με αυτή την έννοια μας θυμίζουν αυτό που ο Ζυλ Ντελέζ —επικαλούμενος τον Ενρί Μπεργκσόν— αναγνώρισε ως «κλισέ» στο χώρο της οπτικής πραγματικότητας. Ο Ντελέζ υποστήριξε ότι το κλισέ είναι ο κύριος τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας. Συμφωνώντας με τον Μπεργκσόν θεώρησε ότι στο πλαίσιο της καθημερινότητας ποτέ δεν προσλαμβάνουμε ένα αντικείμενο ή μια εικόνα στην ολότητά της, αλλά πάντα ως κάτι λιγότερο και πιο συγκεκριμένο, προσλαμβάνουμε αυτό ακριβώς το τμήμα της εικόνας που μας ενδιαφέρει, που είναι δηλαδή συμβατό με τις ιδεολογικές μας πεποιθήσεις και ψυχολογικές μας απαιτήσεις και με τα οικονομικά μας συμφέροντα (1). Έτσι προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα μόνο ως κλισέ. Ο πολιτισμός της εικόνας υποστηρίζει ο Ντελέζ είναι για την ακρίβεια ο πολιτισμός των κλισέ. Ο τελευταίος ορίζεται από ένα συνεχές παιγνίδι μεταξύ των παραγόντων και των υποκειμένων που εμπλέκονται στην πολιτισμική διαδικασία. Το παιγνίδι λαμβάνει χώρα ανάμεσα στην τάσης των υποκειμένων να βλέπουν συγκεκριμένες πάντα οπτικές της εικόνας και να αποκρύπτουν άλλες και στην τάση της δυναμικής της ίδιας της εικόνας που διαρκώς τείνει να σπάσει τα όρια των κλισέ και να ακολουθήσει μια ροή της πληροφορίας απεδαφοποιημένη και απεξαρτημένη από τη δράση του υποκειμένου.

Στο πλαίσιο του πολιτισμού της εικόνας, που δεν είναι άλλος από τον πολιτισμό των κλισέ, η εικόνα συνεχώς διολισθαίνει προς την εννοιακή της συρρίκνωση μέσα από την ανάπτυξη μιας σειράς ονειρικών συνδέσεων μεταξύ εικόνας και πραγματικότητας. Η ίδια η εικόνα εισάγει κάποιες από αυτές τις συνδέσεις, καθώς ποτέ δεν είμαστε σε θέση να συλλάβουμε αυτό το οποίο εμπεριέχεται στην εικόνα. Η μερική πάντα θέαση υπαγορεύεται από τις ίδιες τις διαδικασίες συγκρότησης του εικονικού, καθώς η λειτουργία του κλισέ μας αποκρύπτει κάποιες από τις πτυχές. Από την άλλη πλευρά, η εικόνα προσπαθεί διαρκώς να υπερβεί τα όρια του κλισέ. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε —καταλήγει ο Ντελέζ— πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει μια εικόνα: ποια ακριβώς μπορεί να είναι σημαντικότητα της παρέμβασης του οραματιστή και του βλέποντος; Μερικές φορές χρειάζεται να αποκαταστήσουμε τα χαμένα κομμάτια μιας εικόνας, να ανακαλύψουμε αυτό που δεν μπορεί να ιδωθεί, αυτό το οποίο αφαιρέθηκε από την εικόνα για να την κάνει «ενδιαφέρουσα». Άλλες φορές είναι απαραίτητο να καταστήσουμε την εικόνα διάτρητη, να εισάγουμε κενά και σιωπές, λευκά σημεία, να συμπιέσουμε μια σειρά στοιχείων που έχουν εισαχθεί στην εικόνα για να μας δώσουν την εντύπωση ότι έχουμε τη δυνατότητα θέασης του όλου. Σε κάθε περίπτωση, η σύνδεση μεταξύ του σκηνικού και της πράξης, εικόνας και κλισέ, πραγματικότητας και ροής της πληροφορίας παραμένει ονειρώδης, ανοικτή, πάντα εν τω γίγνεσθαι.

Ο Ντελέζ αναπτύσσει την προσέγγισή του στη σχέση εικόνας και κλισέ με αναφορά στον κινηματογράφο και στον τρόπο εικονικής αποτύπωσης της κίνησης και του χώρου. Αυτή όμως η προσέγγιση αφορά και το εγχείρημα που αποτυπώνεται στα έργα του Λαζαρίδη και που αφορά την παρέμβαση στις κανονικότητες της οπτικοποίησης της πόλης στο πλαίσιο του σύγχρονου επικοινωνιακού πεδίου. Το εγχείρημα αυτό περιλαμβάνει σε διαφορετικές στιγμές του το παιγνίδι μεταξύ της καθημερινότητα των εικόνων και των ανατροπών που υπαινίσσονται τα κενά, οι σιωπές, οι αλλοιώσεις, οι παρεμβάσεις της σύνθεσης.

Αυτό το συνεχές παιγνίδι μεταξύ καταγραφής των σύγχρονων μορφών ροής της πληροφορίας και παρέμβασης στους τρόπους θέασης των εικόνων που προτάσσουν οι εγκατεστημένοι κώδικες του επικοινωνιακού πεδίου διαφαίνεται ακόμη και στη συγκρότηση της θεματολογίας των έργων. Η πόλη που αναδύεται μέσα από τις συνθέσεις ταλαντεύεται και συστηματικά υπερβαίνει τις διπολικές αντιθέσεις γύρω από τις οποίες οργανώνονται οι κανονιστικές αναπαραστάσεις της μητρόπολης: ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος, το τοπικό και το διεθνικό επίπεδο, το καθημερινό και το εξαιρετικό, το πραγματικό και το φαντασιακό.

Από αυτή τη σειρά των υπερβάσεων θα σταθώ μόνο στην ταλάντευση μεταξύ του τοπικού και παγκόσμιου. Η πόλη που συνθέτουν, αποδιαρθρώνουν και ανασυσταίνουν, αναλύουν, αρχειοθετούν τα έργα του Λαζαρίδη είναι σαφώς μια παγκόσμια πόλη, έστω και αν η παγκοσμιότητα της αναδύεται μέσα από τα πιο ιδιαίτερα συμπτώματα της τοπικότητας. Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου έχει δύο κύριες πτυχές. Αφενός, οι εικόνες της πόλης γύρω από τις οποίες οργανώνονται οι συνθέσεις παίρνουν αφορμή από εντοπισμένες ιστορίες και καταστάσεις. Αφετέρου, οι εντοπισμένες αυτές ιστορίες είναι σαφώς αναγνωρίσιμες και πέρα από τις συγκεκριμένες πολιτισμικές συντεταγμένες της τοπικότητας.

Η σχέση παγκοσμίου και τοπικού που διαφαίνεται στα έργα αναφέρεται έμμεσα ή άμεσα στο μετασχηματισμό των μεσογειακών πόλεων κατά τη διάρκεια της τελευταίας ιδιαίτερα δεκαπενταετίας και αποτυπώνει δυναμικά τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές που πραγματοποιούνται στην ευρύτερη γεω-πολιτική περιοχή της ευρωπαϊκής Μεσογείου. Μέσω της ραγδαίας ανάπτυξης νέων αστικών υποδομών, της οικονομικής εναρμόνισης και των δημογραφικών μεταβολών τους τα μεσογειακά αστικά κέντρα έχουν μπει σε διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες διαδικασίες μετατροπής τους σε αναδυόμενες μητροπόλεις. Η ανάπτυξη της σύγχρονης αστικής κουλτούρας στη Νότια Ευρώπη ακολουθεί τις ροές ανθρώπων, ιδεών, τεχνολογίας και κεφαλαίου που διαπερνούν τα παραδοσιακά όρια των πόλεων και επαναορίζουν ριζικά τη σχέση μεταξύ πόλης και επικράτειας, αλλά και μεταξύ πόλης και κόσμου (2). Η θεματολογία των συνθέσεων του Λαζαρίδη αποτελεί μια πολιτισμική καταγραφή της ανάδυσης των μεσογειακών μητροπόλεων και επιτρέπει έτσι τη θέαση ενός προνομιακού πεδίου διερεύνησης του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εντάσσεται η διεθνοποίησης των εθνικών και τοπικών ιστοριών σήμερα (3).

Η συνάρτηση τοπικού και παγκοσμίου στα κομβικά σημεία όπου οι συνθέσεις του Λαζαρίδη επιχειρούν να ακινητοποιήσουν στιγμιαία τη ροή της πληροφορίας και να αποτυπώσουν τη συγκρότηση του σύγχρονου επικοινωνιακού πεδίου έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την κοινωνική θεωρία των τελευταίων χρόνων ιδιαίτερα όσον αφορά στο φαινόμενο των παγκόσμιων πόλεων. Με τον όρο παγκόσμιες αναφερόμαστε στις πόλεις που σταδιακά αυτονομούνται οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά από το εθνικό πλαίσιο γεωγραφικής τους ένταξης και μετατρέπονται σε διαμεσολαβητικούς σταθμούς στη διακίνηση του παγκοσμίου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου δυναμικού, των μέσων παραγωγής και της τεχνολογίας (4). Πολλοί από τους τόπους και τους κοινωνικούς χώρους που αποτελούν τα Ψηφία της πόλης του Λαζαρίδη παρουσιάζονται ακριβώς ως κομβικά σημεία στη διαμεσολάβηση και τη ροή ανθρώπων, εμπειριών, και πληροφορίας. Τα έργα αποτυπώνουν έτσι ποικίλες μορφές κινητικότητας που χαρακτηρίζουν την ταυτόχρονη απεδαφοποίηση αλλά και εντοπιότητα των σύγχρονων μορφών κοινωνικότητας. Οι κοινωνικοί χώροι που παρουσιάζονται συναρτώνται πολλαπλά ως διαμεσολαβητικοί σταθμοί της συνεχούς ροής και κινητικότητας μεταξύ του παγκόσμιου και του τοπικού. Με αυτή την έννοια τα έργα που παρουσιάζονται εδώ ως ψηφία της σύγχρονης μητρόπολης επιχειρούν την ανάσυρση, ανάδειξη, έκθεση, αλλά και διαχείριση και ανατροπή των «κλισέ» —με την έννοια που δίνει ο Ντελέζ στον όρο— του σύγχρονου πολιτισμού της εικόνας. Η ταλάντευση μεταξύ των διπόλων και των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν αυτόν τον πολιτισμό υποδεικνύει ενδεχομένως στον θεατή δυνητικούς τρόπους επανεγγραφής των εγκατεστημένων κωδίκων που καθορίζουν τη λειτουργία του σύγχρονου επικοινωνιακού πεδίου, προτείνοντας έτσι τη δυνατότητα επαναπρογραμματισμού της ματιάς μας και των δομών της αίσθησης μέσω των οποίων βιώνουμε τη σύγχρονη μητρόπολη.


 


Σημειώσεις

1 Gilles Deleuze, The Time-Image. Cinema 2 (Minnesota: University of Minnesota Press, 1989), σ. 20-21.

2 Για την έννοια των διαφόρων επιπέδων όπου εντοπίζεται η πύκνωση αυτών των ροών κατά την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, βλέπε Arjun Appadurai, Modernity at Large: Cultural Dimensions of Globalization (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1996).

3 Η βιβλιογραφία γύρω από το ζήτημα της διεθνοποίησης του αστικού χώρου είναι τεράστια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική είναι η προσέγγιση του Michael Peter Smith στο βιβλίο του Transnational Urbanism. Locating Globalization (Malden, Mass., Blackwell Publishers, 2001)

4 Saskia Sassen, The Global City: New York, London, Tokyo (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1991), Globalization and Its Discontents (New York: New Press, 1998). Στα ελληνικά βλέπε Σάσκια Σάσσεν, Χωρίς έλεγχο; Η εθνική κυριαρχία, η μετανάστευση και η ιδιότητα του πολίτη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003).