ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Έξω από τη Γη: μία τοπολογία του πολιτικού

Ζήσης Κοτιώνης
Αρχιτέκτων, αναπλ. καθηγητής Π.Θ.

 

Συναντηθήκαμε με τον Παντελή Λαζαρίδη ένα ανοιξιάτικο βράδυ, στο χώρο του, για να δούμε και να κουβεντιάσουμε τη δουλειά του εν προόδω, καθώς ακόμα ο σαρωτής και ο εκτυπωτής του ήταν σε λειτουργία. O ίδιος διαμεσολαβούσε με το χειρισμό του υπολογιστή του ανάμεσα στη διαδικασία σάρωσης της επικαιρότητας και της επαναδιατύπωσής της στη συνεχή μορφή των εικόνων που εξελισσόμενες αποτελούν το πρόσφατο έργο του.

Μέσα στην εργώδη ατμόσφαιρα του χώρου συντελούνταν ακόμη δύο περιστατικά. Στην τηλεόραση έτρεχε ζωντανή μία κρίσιμη πολιτική διαμάχη των ημερών, με τον ήχο των λόγων χαμηλωμένο, ενώ από το πιάτο της δορυφορικής λήψης έρχονταν το σήμα ενός σταθμού έντεχνης μουσικής, νομίζω από την Τσεχία, κι ακούγονταν οι γλυκείς ήχοι του βιολιού, της βιόλας και του βιολοντσέλου στη σπάνια εκτέλεση ενός τρίο του Schubert. Η κυκλική μορφή του δορυφορικού πιάτου, μας καθιστούσε ικανούς να επιλέξουμε μουσική και μετάδοση της επικαιρότητας από τριψήφιο αριθμό καναλιών all over the world.

Αυτή η ιδέα της οικουμενικής ακρόασης και θέασης, η ιδέα της δυνατότητας ταυτόχρονης παρουσίας παντού, μου έδωσε τη φευγαλέα εντύπωση, που είναι παγιωμένη ως στοιχείο ταυτότητας στον μετανεωτερικό άνθρωπο, ότι έχοντας όλα τα σημεία του κόσμου σε ίση χωροχρονική διάταξη ως προς εμάς καθιστάμεθα –σύμφωνα με τη γεωμετρία του κύκλου, κάθε στιγμή– στο κέντρο του κόσμου. Πόσο αληθής όμως είναι αυτή η εντύπωση τοπολογίας του εγώ, που μεταφέρει κατευθείαν το σώμα στο κεντρικό σημείο του πιάτου της δορυφορικής κεραίας και αφήνει τον «κόσμο» να άπτεται του σκοτεινού χώρου εντεύθεν της περιφέρειάς της;

Σκεπτόμενοι ένα τυχαίο θέμα από την ευρεία θεματολογία των μετασχηματισμών της επικαιρότητας του Λαζαρίδη, βρισκόμαστε μπροστά στην αέναη επανάληψη της ταυτόχρονης παρουσίας αλλά και αδυναμίας παρουσίας εκεί που συμβαίνουν τα πράγματα. Τα συμβάντα έρχονται προς τα εμάς, προς το απειρο στό κατά φαντασίαν κέντρο του κόσμου που πιστεύουμε ότι είμαστε, αλλά ταυτόχρονα εμείς αδυνατούμε να βρεθούμε εκεί, στον τόπο όπου τα γεγονότα τεκταίνονται κάθε φορά. Αδυνατούμε να βρεθούμε, να παραστούμε εκεί, όχι με την κυριολεκτική σημασία του όρου, δηλαδή σωματικά, αλλά αδυνατούμε να παραστούμε ως βούληση, και ως πολιτική οντότητα, καθώς ως πολιτικές οντότητες συνδεόμαστε με την περιφέρεια του επικαιρικού κόσμου, εφόσον η πολιτική διάσταση της συνείδησής μας είναι αυτή που καθιστά ενδιαφέρον το περιδιάβασμα και την παρακολούθηση της επικαιρότητας του κόσμου. Η αδυναμία παράστασης και συμμετοχής, η αδυναμία εμπλοκής στη μορφοποίηση των γεγονότων του κόσμου αντιστρέφει δραματικά την αίσθηση μιας τοπολογίας του κέντρου για την πολιτική μας υποκειμενικότητα. Κι έτσι, χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά την εικόνα του δορυφορικού πιάτου, ναι μεν βρισκόμαστε στο κέντρο του κύκλου ανά πάσα στιγμή αλλά ταυτόχρονα, λόγω του κοίλου της επιφανείας του, εκκινώντας από το κέντρο προς τα «εκεί έξω», ολισθαίνουμε στην κοίλη επιφάνεια και διαρκώς επανερχόμαστε προς αυτό. Τούτο συμβαίνει επειδή το κατώτατο σημείο της ελάχιστης δυναμικής ενέργειας, είναι το σημείο όπου οποιοδήποτε σώμα με βάρος μέσα στο πεδίο της κοίλης επιφάνειας τείνει να διολισθήσει και να παραμείνει αδρανές, ακριβώς εκεί.

Να παραμείνουμε λοιπόν, για λίγο ακόμη, εκεί, αναρωτώμενοι: ποια είναι η κατάσταση εκείνου που μπορεί να ξέρει τι γίνεται αλλά αδυνατεί να συμμετέχει σε αυτό που γίνεται; Πώς εσωτερικεύεται αυτή η διάσταση ανάμεσα στη σφαίρα του πραγματικού και τη σφαίρα του επιθυμητού; Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ενώ η πολιτική συνείδησή μας συγκροτείται ιστορικά ακόμη μέσα από την παράδοση των πολιτικών ιδεών του διαφωτισμού, η διαμόρφωση της οικουμενικής πολιτικής πραγματικότητας στη μετανεωτερική συνθήκη δεν υπακούει –όλο και περισσότερο και ίσως ανέκαθεν– στην ίδια πολιτική παράδοση. Υπακούει καθολικά στη λογική της οικονομικής μεγέθυνσης η οποία –όλο και περισσότερο– λειτουργεί αναπόδραστα ως ένα φυσικό γεγονός, περίπου όπως είναι οι μετασχηματισμοί των καιρικών φαινομένων, καθώς η ατμόσφαιρα περιδεινίζεται περί την περιστρεφόμενη υδρόγειο σφαίρα.

Εφόσον η οικονομική ανάπτυξη με τους ισχύοντες νόμους της νομοθετείται ως φυσικό και αναπόδραστο γεγονός και θεμελιώνεται μεταφυσικά ως τέτοιο, η παγκόσμια πολιτική μετατρέπεται σε εκ των υστέρων προσαρμογή των ανθρώπινων δυνάμεων και δραστηριοτήτων στο «φυσικό» γεγονός της οικονομικής μεγέθυνσης. Όπως λέμε ότι κάποτε η ανθρωπότητα ήταν έρμαιη των καιρικών φαινομένων και των μετασχηματισμών της υπερ-φυσικής βούλησης που τα υπέβαλε στο φαντασιακό των ανθρώπων, έτσι τώρα η ανθρωπότητα καθίσταται έρμαιη του ίδιου της του εαυτού στο υπερβατικό σχήμα της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης: την υφίσταται και προσαρμόζεται στις βουλές μιας εξ ίσου υπερφυσικής δύναμης που την επιβάλει. Έτσι, ο πολιτικός δυτικός άνθρωπος διατηρώντας στην κουλτούρα του τη μνήμη των μετά τον διαφωτισμό πολιτικών ιδεών, κατά τις οποίες εντέλλεται να έχει την ευθύνη για την πραγματικότητα που σχηματοποιείται γύρω του, εκπίπτει και ναυαγεί σε μια ουσιωδώς πολιτική σύνθλιψη. Το ισχυρότερο σύμπτωμα αυτής της συνθλίψεως είναι ότι από εμπόδιο στη σχέση μας με τον κόσμο και εγκλεισμός στον εαυτό μετατρέπεται τελικά σε καταφύγιο. Αυτός που ανήμπορος παρακολουθεί τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα από την τηλεόραση, τις εφημερίδες ή το internet, με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί το μετεωρολογικό δελτίο, δηλαδή την κυκλική όσο και τυχαία εξέλιξη των καιρικών φαινομένων, είναι εκείνος που αφού δεν μπορεί να αντιδράσει καταφεύγει σε αυτά τα ίδια τα κατ' εξακολούθησιν «φυσικά» γεγονότα ηδονικά. Ηδονικά, με την έννοια μιας αρνητικής ηδονής του «υψηλού» όπως αυτή, μας παραδίνεται μέσα από το εντελώς διαφορετικό συμφραζόμενο του ρομαντισμού. Εκεί βέβαια, ο ρηξικέλευθος ήρωας, ξεκομμένος από τη θλιβερή πραγματικότητα που τον περιβάλλει, ενίσταται και ενεργοποιεί τον αποξενωμένο του εαυτό σε μία συνολική ρήξη με την πραγματικότητα, ενώ εδώ ο συντεθλιμένος παρατηρητής καθηλώνεται ηδονικά στη συνθλιπτική του θέση χωρίς να χάνει την αίσθηση ότι κατά βάθος πάντα βρίσκεται από την πλευρά των ωφελημένων. Διότι με τον τρόπο που απερίσκεπτα η γη γυρίζει, το πρόσημο της στροφορμής της είναι πρόσημο θετικό για την ίδια τη δική του οικονομική και κοινωνική θέση. Ο συντεθλιμένος θεατής απέναντι σε κάθε θλιβερό πολιτικό γεγονός του κόσμου, που πιθανά ανασταίνει τη συνείδησή του, ταυτόχρονα υποχωρεί παρά πέρα στην αόριστη αίσθηση ότι είναι ακόμα ασφαλής και ωφελημένος απέναντι στο τραγικό θέατρο της παγκόσμιας πολιτικής που μπορεί να είναι δίπλα μας αλλά δεν είναι ακόμα ακριβώς κοντά μας γιατί δεν είναι και πουθενά.

Εξανιστάμενος συνειδησιακά ή επιχαίρων υποσυνείδητα για το σχετικό του μικρό προνόμιο ασφάλειας και θαλπωρής, ο θεατής της οικουμενικής επικαιρότητας σε κάθε περίπτωση είναι ανήμπορος και χρεωκοπημένος και πολιτικά «συντεθλιμένος». Η δε συγκίνησή του είναι ταυτόχρονα συγκίνηση σωτηρίας και συγκίνηση συντριβής.

Θα ήθελα να δώσω στην έννοια της σύνθλιψης η οποία ούτως ή άλλως στο περιβάλλον αυτό μετακυλίεται από την περιοχή των συναισθημάτων, έναν πιο συγκεκριμένο τοπολογικό προσδιορισμό. Η ετυμολογία της λέξης έχει ήδη τη δική της χωρική διάσταση. Συνθλίβει κάτι που έρχεται προς – και λειτουργεί θλιπτικά. Η θλιπτική λειτουργία εικονοποιείται κατάλληλα στην περίπτωση που ένα υποκείμενο συνθλιβόμενο στερείται χώρου και συμπιέζεται από μία δύναμη εξωτερική. Η συρρίκνωση της περιοχής του εαυτού προκαλείται από κάτι εξωτερικό, που εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ίδια η οικουμενική πολιτική πραγματικότητα, η οποία εισέρχεται στον προσωπικό χώρο του θεατή/ ακροατή και με τη διόγκωσή της στο χώρο αυτόν επενεργεί σωματικά συνθλίβοντας το υποκείμενο της θέασης/ ακρόασης.

Ταυτόχρονα η έννοια της σύν-θλιψης έχει και μια άλλη, ξεχωριστή υποδήλωση. Το πρόσημο «συν», θα μπορούσε εκτός από την εικόνα ανάμεσα σε δύο θλιπτικά μέσα τα οποία συνεργάζονται ως μοχλός για τη σύν-θλιψη ενός υποκειμένου να εννοεί, την από κοινού θλίψη υποκειμένων. Και πράγματι, ο συντεθλιμένος παρακολουθητής της πολιτικής επικαιρότητας κάποτε μπορεί να ακούει τον απόηχο απομακρυσμένων ανάλογων συν-θλίψεων, των απομακρυσμένων αποκομμένων συνακροατών ή συνθεατών του. Τότε, αυτό το ίχνος κοινότητας μπορεί να γίνει «φωνές». Φαντάζομαι ότι στο τρέχον εικαστικό του έργο ο Λαζαρίδης επιχειρεί το διάβημα από τη μηχανική σύνθλιψη της επικαιρότητας να περάσει σε μία κοινωνική της εννόηση, όπου από σωματική καταπόνηση η σύνθλιψη μετατρέπεται σε φωνή.

Από ποιο έτερον σώμα προέρχεται όμως η συνθλιπτική αυτή δύναμη; Ίσως το έτερον αυτό σώμα θα μπορούσε να παρασταθεί από την εικόνα της ίδιας της Γης έτσι όπως αυτή φαίνεται έξω από εμάς, να στριφογυρνάει στις αναγγελίες ή τις επωδούς των δελτίων ειδήσεων ή ακόμα στην καθημερινή παρουσίαση της τρέχουσας γήινης μετεωρολογίας. Η γήινη σφαίρα, έτσι όπως δραματικά το εξηγεί ο Γάλλος γεωφιλόσοφος Michel Serres στο Φυσικό Συμβόλαιο έχει πλέον ενσωματωθεί στην ανθρώπινη οικονομική δραστηριότητα, με μια τόσο ισχυρή αλληλεπίδραση όπου καθόλου δεν μπορεί να θεωρείται το υπόβαθρο αλλά γίνεται το ίδιο το συντελούμενο αυτής της δραστηριότητας. Περιστρεφόμενη η υδρόγειος σφαίρα επαναμορφοποιείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα με έναν εντατικό τρόπο που θέτει το συνολικό θέμα της επανίδρυσης –εν είδει συμβολαίου– της σχέσης των ανθρώπων με το ίδιο το υπόβαθρο της δραστηριότητάς τους. Παραμένει όμως, έτσι, η Γη ένα λιγότερο ή περισσότερο αλληλεπιδρόν υπόβαθρο της δράσης ή είναι ακόμη κάτι παραπάνω από αυτό;

Αν πολύ σχηματικά ορίσουμε αναδρομικά τη σχέση του εν ζωή ανθρώπινου σώματος με τη γη θα διακρίναμε εκείνη την αρχική «στιγμή» όπου ο άνθρωπος πατά και αναφύεται από κάτι, που τα όριά του κατά πολύ ξεπερνούν και τα σύνορα της δικής του φαντασίας. Κατόπιν θα διακρίναμε εκείνη τη «στιγμή» όπου ο ιστορικός άνθρωπος πατά και αναφύεται από κάτι που τα όριά του εντοπίζονται στη γεωμετρία μιας σφαίρας, η οποία συν τω χρόνω καταλαμβάνεται στο σύνολό της από την πολύβουη ανθρώπινη δραστηριότητα. Και τέλος, περιγράφοντας την τρέχουσα «στιγμή», θα διακρίναμε τον μετανεωτερικό άνθρωπο –έτσι όπως επιχειρήθηκε παραπάνω– να πατά στον εσωτερικό του χώρο, έξω από τη Γη και να την παρακολουθεί μετέωρη να περιστρέφεται με τη δυναμική της δικής του οικονομικής δραστηριότητας. Ο πολιτικά καταθλιπτικός θεατής/ακροατής των ειδήσεων είναι αυτός ακριβώς ο άνθρωπος που εξόριστος από το γήινο γίγνεσθαι παρακολουθεί την «Γη του» κάπου εκεί «έξω» να επαναμορφοποιείται κάτω από την υπερφυσική επενέργεια του καιρού και της οικονομικής δραστηριότητας. Η τοπολογία του πολιτικά καταθλιπτικού θεατή της Γης είναι η τοπολογία του εξόριστου από τη Γη. Αυτή η εξορία ακόμη κι αν έχει την γνώση του νομαδισμού ενέχει και το κατεξοχήν ουσιαστικό του στοιχείο, όπως το όρισε ο Arnold Toynbee και είναι: η ακινησία του νομάδα.

Ακίνητος ο εξόριστος από τη Γη, διαρκώς περιβαλλόμενος από τον εναλλασσόμενο ίσως εσωτερικό του χώρο είναι αντιμέτωπος με τη γενόμενη Γη, η οποία βίαια εισχωρεί στον εσωτερικό του χώρο και συν-θλίβει τη δίκη του σωματική παρουσία, σε μία εκ των προτέρων κριθείσα διαμάχη ανάμεσα στους δύο. Εδώ όμως δεν πρόκειται ακριβώς για την ορισθείσα από τον Heidegger διαμάχη ανάμεσα στην Γη και τον κόσμο που προνομιακά εκδηλώνεται στο έργο τέχνης γιατί ακριβώς η ίδια η Γη δεν είναι ένα σταθερό πραγματολογικό δεδομένο, το δεδομένο της ανάδυσης και της καταβύθισης της θνητότητας εντός της. Η ίδια η Γη είναι το γενόμενο, απορροφημένη από την πολύβουη δραστηριότητα του κόσμου, και ο κόσμος είναι έξω από αυτήν, παρακολουθώντας την αλόγιστη πορεία της προς κάτι που θα επιφέρει η δική του καθολική δραστηριότητα.

Πόσο καλλιτεχνικός μπορεί να γίνει ο συν-τεθλιμένος εξόριστος της Γης που ενδύεται το ρόλο του ως παρακολουθητή της ίδιας της ανεξέλεγκτης πορείας της; Που είναι οι διατεταγμένες θέσεις του δραματικού στοιχείου, μέσα από το οποίο εκδηλώνεται η τέχνη ως αποτέλεσμα μιας εκλιπούσας διαμάχης;

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο René Magritte ζωγράφιζε μια σειρά έργων όπου πρωταγωνιστούσε ο μετέωρος μεγα-βράχος πάνω από ειρηνικά και κραταιά εξωτερικά τοπία της Γης. Λέγεται ότι ήθελε να αποδώσει μια ιδέα της απώλειας του βάρους, ή να εικονοποιήσει κάποια θεωρία της σχετικότητας. Δεν θα μπορούσαμε άραγε να υποθέσουμε, απέναντι στο ανοικτό έργο τέχνης, ότι ο ζωγράφος προανάγγελλε τότε αυτό που τώρα θα αντιλαμβανόμαστε ως εξορία από τη Γη, ότι ο ίδιος αυτός περιέγραψε την τρέχουσα τοπολογία του πολιτικά κατατεθλιμένου πολίτη της Γης; Μέσα σε αυτήν την τοπολογία του πολιτικού θα πρότεινα να δούμε εδώ και την προσπάθεια του καλλιτέχνη Λαζαρίδη να μορφοποιήσει αυτοσχεδιαστικά –ανάμεσα στην ψηφιακή σάρωση και την ψηφιακή εκτύπωση εικόνων εν σειρά από την πολιτική Γη– στιγμές από τη ζωή ενός ακόμη εξόριστου που αναδεύει νοσταλγικά τη μνήμη της καταγωγής του στις αξίες του διαφωτισμού.