ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Η ποιητική της αναμεσοποίησης

Έφη Γαζή
Ιστορικός, λέκτωρ Π.Θ.

 

Στο βιβλίο της Good Looking. Essays on the Virtue of Images (1996), η ιστορικός της τέχνης Barbara Stafford ισχυρίζεται ότι περιβάλλουμε την ορασιο-κεντρική μας κουλτούρα με ορασιο-φοβικά ερμηνευτικά σχήματα και αντιλήψεις. Ζούμε σ’ έναν κόσμο κυριαρχίας της εικόνας αλλά το πολιτισμικό μας ήθος συγκροτείται στη βάση απαξιωτικών, καχύποπτων ή αρνητικών αξιολογήσεων της «κοινωνίας του θεάματος». Ακόμη και οι θεωρητικές μας προσεγγίσεις για τον πολιτισμό της εικόνας παραμένουν βαθιά γλωσσο-κεντρικές και κειμενο-κεντρικές μεταφέροντας αλλά και αποικιοποιώντας τελικά το πεδίο της ανάλυσης του οπτικού με το εννοιολογικό οπλοστάσιο της σημειωτικής, του δομισμού, του μετα-δομισμού ή της αποδόμησης. Η απαξίωση όμως της εικόνας ή ανάλυσή της με γλωσσοκεντρικά εργαλεία, η συνεχής μας γκρίνια για το «πού οδεύομεν» μέσα στον κόσμο της κυριαρχίας των οπτικών μέσων (visual media) είναι μια μάλλον εύκολη υπόθεση. Για πόσο καιρό ακόμα θα θρηνούμε ενώπιον της μαζικής κουλτούρας της εξεικόνισης; Οι σύγχρονες εικονομαχίες υποκρύπτουν στις περισσότερες περιπτώσεις μόνο την αμηχανία μας, την άγνοιά μας ή την αδυναμία μας να σκεφτούμε δημιουργικά γύρω από τις λειτουργίες και τον χαρακτήρα των νέων οπτικών μέσων και των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων εικόνων. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να σκεφτούμε, να προτείνουμε ή ακόμη και να επινοήσουμε, όπως επισημαίνει η Barbara Stafford, μετα-γουτεμβεργιανά μοντέλα εκπαίδευσης μέσω της όρασης και πρακτικές καλλιέργειας των οπτικών μας αντανακλαστικών. Για να το θέσω με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν μπορούμε να υπερβούμε την κυρίαρχη –αλλά και μέχρι ενός σημείου ναρκισσιστική– «πολιτισμική κειμενολογία» (cultural textology) και να διερευνήσουμε μέσα από άλλους δρόμους τις σύγχρονες εικονικές μας πραγματικότητες.

Αυτή είναι μια από τις κεντρικές προτάσεις αλλά και ένα από τα κεντρικά προτάγματα της τέχνης του Παντελή Λαζαρίδη. Θραύσματα ενός κόσμου οικείου και ξένου ταυτόχρονα, τα έργα του Λαζαρίδη δημιουργούν ένα σύστημα αναπαραγωγής οπτικών αποτυπώσεων όπου κυριαρχούν η κίνηση αλλά και η στασιμότητα, η ροή αλλά και η αναμονή, η στιγμή αλλά και η διάρκεια. Το κεντρικό θέμα της (κοσμό)πολης εξακτινώνεται σε μυριάδες μη πεπερασμένες αναπαραστάσεις. Σκηνές της διπλανής πόρτας και σκηνές της διπλανής ή της δικής μας τηλεόρασης μπλέκονται σε ένα τοπίο που μας φαίνεται πολύ κοντινό αλλά και πολύ μακρινό. Ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο εικόνων που φλερτάρουν έντονα με την προοπτική να μετασχηματισθούν από στατικές σε κινούμενες δημιουργούνται αλλά και δημιουργούν ένα μωσαϊκό αποχρώσεων, τονικοτήτων και περιεχομένων. Αναπτύσσονται μέσα στα διαμεσολαβημένα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ψήγματά τους για να θρυμματισθούν ξανά και ξανά αλλά και για να ανασυγκροτηθούν στη συνέχεια πάνω στον καμβά. Στην τέχνη του Λαζαρίδη, η εικόνα δεσπόζει ως μια μόνιμη γεννήτρια περιεχομένων όπου ποικίλα διαμεσολαβημένα ανάφορα (referents) υπόκεινται σε διαδικασίες διαρκούς αναπαραγωγής.

Σε αυτό το σύστημα της διαρκούς διαμεσολάβησης, αποτυπώνονται, συντίθενται, σχολιάζονται διαδικασίες και πρακτικές της σύγχρονης ορασιο-κεντρικής κουλτούρας ενώ παράλληλα προτείνονται σημεία εισόδου στις λογικές που περιβάλλουν και προσδιορίζουν την εμπειρία μας. Μεταξύ των πολλών σημείων εισόδου, ιδιαίτερη σημασία αποκτά για τον Λαζαρίδη η αναμεσοποίηση (remediation), η συνεχής δηλαδή κυκλοφορία, παραγωγή και αναπροσαρμογή του οπτικού υλικού από το ένα μέσο στο άλλο αλλά και η αναμόρφωση του ενός μέσου από το άλλο. Φωτογραφίες από εφημερίδες, λεζάντες, τηλεοπτικές εικόνες καταγράφονται αφού έχουν ήδη ανασυνθέσει κομμάτια μιας πραγματικότητας που μας περιβάλλει και μας εμπεριέχει. Οι διαμεσολαβημένες όψεις διαμεσολαβούνται ξανά μέσα από συνεχείς επεξεργασίες στο περιβάλλον του υπολογιστή. Παράγουν νέες μορφές που αποτυπώνονται με δημιουργική εκκρεμότητα πάνω στον καμβά του Λαζαρίδη. Η μονιμότητα του εφήμερου διαποτίζει τα έργα. Κομματιασμένες συνθέσεις, διαφορετικές χρωματικές τονικότητες, πρόσωπα που εμφανίζονται και χάνονται. Δεν είναι σημαίνοντα οι εικόνες αλλά συμβάντα. Από το ένα μέσο στο άλλο, από τη φωτογραφία στην εφημερίδα, από την εφημερίδα στον υπολογιστή, από τον υπολογιστή στον εκτυπωτή και από κει πάλι σε ένα νέο δημιουργικό κατακερματισμό, η (κοσμό)πολη συγκροτείται, διαρρηγνύεται, φιλτράρεται, ανασυγκροτείται και παράγεται με μια άνω τελεία που υπογραμμίζει τις συνεχείς περιπλανήσεις του βλέμματος, τις επάλληλες καταγραφές και αποτυπώσεις σε διαφορετικά οπτικά μέσα, τις πολλαπλές σημάνσεις και εκφάνσεις της εξεικόνισης, τις αδιάκοπες ανασημασιοδοτήσεις της οπτικής εμπειρίας και τις μόνιμες διαπραγματεύσεις του νοήματός της.

Όπως επισημαίνουν οι Jay David Bolter και Richard Grusin στο έργο τους Remediation. Understanding New Media (2000), η σύγχρονη κουλτούρα πολλαπλασιάζει τα μέσα της αποτύπωσης, της αναπαράστασης αλλά τελικά και της δημιουργίας της εικόνας του κόσμου ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει ρητά ή υπόρρητα την υπονόμευση της έννοιας της διαμεσολάβησης και της αναμεσοποίησης προκειμένου να προωθήσει το ιδεατό της «αμεσότητας». Σε αυτόν τον αγώνα όμως, συνεχή ρήγματα αποκαλύπτουν όχι μόνο τις αναγωγές των σύγχρονων μέσων στους προκατόχους τους αλλά και τις αναμορφώσεις του ενός αναπαραστατικού μέσου από το άλλο. Η ψηφιακή φωτογραφία επαναδιαπραγματεύεται την αναλογική, η τηλεόραση αναπλαισιώνει τον κινηματογράφο, οι διαδικτυακές εξεικονιστικές πρακτικές φλερτάρουν με τις τηλεοπτικές και το αντίθετο όπως μαρτυρούν τόσο ο έντονος ανταγωνισμός τηλεόρασης-διαδικτύου όσο και η διαρκώς αναπτυσσόμενη θέαση αλλά και κανονιστική ταξινόμηση προσώπων και πραγμάτων σε ατέλειωτα «παράθυρα».

Πόσες λέξεις αξίζουν τελικά οι εικόνες; Και ποιες λέξεις; Όπως μας δείχνει ο Λαζαρίδης, πίσω από την κουΐντα της «αμεσότητας» της εικόνας, μυριάδες οπτικά ψήγματα υπόκεινται σε επεξεργασίες και διαμεσολαβήσεις καθώς διακινούνται από το ένα μέσον στο άλλο, από το ένα περιβάλλον σημάνσεων στο άλλο, από τη μια τεχνολογία και τεχνική στην επόμενη. Οι ιδιαίτερες στρατηγικές κάθε εξεικονιστικής διαδικασίας δεν αναδεικνύουν οριστική ρήξη με άλλες προηγούμενες ή συγχρονές της αλλά μια έντονη διαλεκτική μεταξύ τους η οποία ορίζει, σε τελευταία ανάλυση, την «αμεσότητα» ως το πεδίο της εντατικής διαπραγμάτευσης του νοήματος της εικόνας από διαφορετικές υποκειμενικότητες και συλλογικότητες. Είναι πολλές οι λέξεις αλλά όχι ίδιες. Είναι άλλωστε πολλές οι εικόνες που εμπεριέχονται σε κάθε εικόνα.

Η ίδια η έννοια της αναπαράστασης προβληματοποιείται καθοριστικά στο έργο του Λαζαρίδη. Το σχήμα δείγμα/ποικιλία (pattern/randomness) κυριαρχεί στις διπλοτυπίες, στις τονικότητες και στις χρονικότητες των θεμάτων, στις διαφορετικές εκδοχές των έργων που προκαλούν τις οπτικές συμβάσεις. Τι αναπαριστούν οι εικόνες και σε ποιους/ες; Ο Λαζαρίδης υπονομεύει την μονοσήμαντη αντίληψη της σχέσης πραγματικού/αναπαριστώμενου αναδεικνύοντας όχι μόνο τις διαμεσολαβήσεις της αναμεσοποίησης αλλά και τις περίπλοκες διαδρομές του βλέμματος. Όπως επισημαίνει άλλωστε ο Mark Poster στο δοκίμιό του «History in the Digital Domain» (Historein 3-4, 2004), η έννοια της αναπαράστασης εμπερικλείει την ευρετική κατηγορία της καταγωγής και του πρωτοτύπου, γεγονός που την καθιστά σχετικά αμφιλεγόμενη μέσα στα περιβάλλοντα της αναμεσοποίησης όπου η διαρκής διαμεσολάβηση, η σχέση ανάμεσα στις εικόνες και η σχέση των εικόνων με τους θεατές τους αποκτά καθοριστική σημασία.

Στην πρωτοποριακή εργασία του για τις τύχες «του έργου τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής» (1935), ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε θίξει τις αισθητικές, πολιτισμικές, γνωσιολογικές και πολιτικές συνεπαγωγές της μηχανικής επεξεργασίας της εικόνας. Ορίζοντας τη μηχανική αναπαραγωγή ως περισσότερο ανεξάρτητη της δια χειρός και προσλαμβάνοντας την έννοια του μηχανικού αντιγράφου ως ένα νέο αντικείμενο που αποκτάει και νέο νόημα μέσα σε ένα καινούριο πλαίσιο, ο Μπένγιαμιν προέβλεψε τη σταδιακή απίσχνανση της έννοια του πρωτοτύπου ενώ υπογράμμισε την αναλυτική χρηστικότητα της έννοιας της αύρας των έργων τέχνης, της αίσθησης δηλαδή που προκαλούν στις πολλαπλές εκδοχές και αναπαραγωγές τους. Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, γίνεται ολοένα και σαφέστερο ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι αλλαγές στις τεχνικές και στις τεχνολογίες εξεικόνισης ανασημασιοδοτούν το έργο τέχνης αλλά και συμβάλλουν στην ανάδειξη νέων μορφών καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Οι πρώιμες αναλύσεις της καθοριστικής επίδρασης των νέων μέσων στην πολιτισμική πραγματικότητα, όπως αυτή του Μarshal McLuhan στο έργο του Understanding Media. The Extensions of Man (1964), έθεσαν ορισμένα από τα ζητήματα που αφορούν στην εκτεχνολόγηση της εμπειρίας και στην ανάδειξη πολιτισμικών πρακτικών συνδεδεμένων με αυτή τη διαδικασία. Ακόμη κι αν δεν επιλέξει κανείς να συμπορευτεί με τον τεχνολογικό ντετερμινισμό που χαρακτηρίζει στοχαστές όπως ο McLuhan, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τις νέες εξεικονιστικές τεχνολογίες και τα οπτικά μέσα ως συμπαραγωγούς μιας πολιτισμικής μεταβολής που περιλαμβάνει και την τέχνη. Το έργο του Λαζαρίδη, κριτικά συνδιαλεγόμενο με παλαιότερες τάσεις όπως το κολάζ και το φωτομοντάζ, προτείνει μια ποιητική της αναμεσοποίησης που στοχεύει ακριβώς στην ανάδειξη αυτής της πολιτισμικής μεταβολής. Η θρυμματισμένη (κοσμό)πολη κατασκευάζεται και από-κατασκευάζεται διαρκώς στις μυριάδες εικόνες που παράγει μια τέχνη βαθιά ευαίσθητη απέναντι στην καταλυτική συμβολή των σύγχρονων εξεικονιστικών πρακτικών και των οπτικών μέσων στη συγκρότηση της εμπειρίας. Διεμβολίζοντας αυτές τις πρακτικές, η τέχνη του Λαζαρίδη αποτελεί ένα «κατάλογο ανάφορων» (index of referents) του σύγχρονου κόσμου καλώντας τον/την θεατή να διαπραγματευτεί εκ νέου τι βλέπει αλλά και τι δεν βλέπει, πώς βλέπει αλλά και πώς δεν βλέπει ό,τι τον/την περιβάλλει.

Ο Παντελής Λαζαρίδης μας θυμίζει ότι στην πραγματικότητα δεν ζούμε μέσα στον πολιτισμό της εικόνας αλλά μέσα στον πολιτισμό της συνεχούς διαμεσολάβησης της εικόνας από το οπτικό μέσο ή τα μέσα που την καταγράφουν, την αρχειοθετούν, την ταξινομούν, την αναπαράγουν, τη σημασιοδοτούν. Η τέχνη του αποτελεί μια δυναμική ποιητική της αναμεσοποίησης η οποία πειραματίζεται δημιουργικά με τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της εικόνας από το ένα μέσο στο άλλο. Αυτοί οι πειραματισμοί πλαισιώνονται από έναν έμμεσο αλλά αιχμηρό, κάποιες φορές πικρό, κριτικό σχολιασμό που προβληματοποιεί τις λειτουργίες και το χαρακτήρα τους καθώς δεν ορίζονται απλά ως αναπαραστατικές πρακτικές αλλά ως σημαίνουσες πολιτισμικές λογικές.

Η ανατομία του πολιτισμού της εικόνας που αποπειράται ο Λαζαρίδης σε συνδυασμό με την ανατομία της (κοσμό)πολης χαρακτηρίζεται από την εκκρεμότητα της ολοκλήρωσης της εικόνας για να μας υπενθυμίσει με τον πιο δημιουργικό τρόπο ότι μπορούμε να ξαναδούμε ό,τι βλέπουμε μέσα σ’ ένα πλαίσιο που όχι μόνο αναγνωρίζει αλλά επιδιώκει και απαιτεί την ενεργό συμμετοχή μας. Υπ’ αυτή την έννοια, η ποιητική της αναμεσοποίησης αναδεικνύεται σε πολιτική της αναμεσοποίησης επιδιώκοντας την ενεργοποίηση του βλέμματος και προσκαλώντας μας να ξαναδούμε με άλλα μάτια εικόνες ενός κόσμου που δεν είναι πάντα όπως φαίνεται. Αξίζουν οι εικόνες χίλιες λέξεις αν, όπως προτείνει ο Λαζαρίδης, ανιχνεύσουμε τις λογικές της δημιουργίας τους και αν κατορθώσουμε να κοντοσταθούμε ενώπιόν τους, πριν χαθούν για να αντικατασταθούν από άλλες μέσα στο χρόνο του μόνιμα εφήμερου. Ο Λαζαρίδης μας προ(σ)καλεί να σταματήσουμε να κοιτάμε και ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε.