ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Η Πόλη και το Πλήθος

Χριστίνα Αγριαντώνη
Ιστορικός-Αρχιτέκτων, καθηγήτρια Π.Θ.

 

H Πόλη είναι σαν την Ιστορία. Την επισκέπτεται κανείς από πολλούς δρόμους, και είναι πολλά και διαφορετικά τα όσα μπορεί να δει σε κάθε δρόμο – ή και σε κάθε πέρασμα από τον ίδιο δρόμο. Η Πόλη είναι Ιστορία υλοποιημένη, που διαμορφώνει την αδιαπραγμάτευτη υποδοχή του παρόντος. Είναι εκεί, χτισμένη και συντελεσμένη αλλά όχι τετελεσμένη. Μεταλλάσσεται με ποικίλες χρονικότητες, διατηρώντας τα ίχνη του αλλοτινού, διαμορφώνοντας στρώματα, αφήνοντας αινιγματικά σημάδια προς αποκρυπτογράφηση. Και τίποτα σε αυτήν δεν έχει νόημα έξω από τα συμφραζόμενα. Οι πολλαπλοί χρόνοι της πολυδιάστατης συγχρονικότητας, η ασύμμετρη στρωματογραφία, ο αιφνιδιασμός των εναλλαγών, συγκροτούν την εξαιρετική πολυπλοκότητα του αστικού τοπίου, χωρική έκφραση, όπως θα έλεγε και ο Manuel Castells, της πολυπλοκότητας των κοινωνιών και της Ιστορίας τους.

Είναι γι' αυτόν τον λόγο –την προνομιακή σχέση της Πόλης με την Ιστορία– που πόλεις χωρίς ιστορία δημιουργούν τάσεις φυγής στους επισκέπτες τους και καταστροφικές διαθέσεις στους αθέλητους εποίκους τους. Είναι οι μη-πόλεις, οι οικισμοί χωρίς ταυτότητα που δεν μπορούν να δημιουργήσουν αισθήματα εντοπιότητας. Τις εκτρωματικές πόλεις-δορυφόρους της ευρωπαϊκής πολεοδομίας της δεκαετίας του 1960, τις κατέστρεψαν οι κάτοικοί τους (συνήθως μεταναστευτικοί πληθυσμοί) προτού αρχίσουν, πρόσφατα, να τις ισοπεδώνουν οι δημιουργοί τους, έντρομοι μπροστά στην έκταση που είχαν λάβει η υποβάθμιση και ο κοινωνικός αποκλεισμός.

Η περιπλάνηση στην πόλη-με-ιστορία, στην Πόλη/Ιστορία, έχει μια λειτουργία παρηγορητική, σχεδόν θεραπευτική, γιατί διαμορφώνει ευνοϊκότερους όρους στη σχέση μας με το χρόνο: δημιουργεί ένα αίσθημα ανάκτησης του Χρόνου, του πολλαπλού χρόνου της Πόλης και της Ιστορίας της, παραμερίζοντας, έστω για λίγο, την αίσθηση εκείνου του χρόνου που αδυσώπητα μετρά τις ώρες, τις μέρες και τα χρόνια.

Η πόλη πέρασε βαριά αρρώστια στον 20ό αιώνα, έναν υψηλό πυρετό. Προηγουμένως, και αφού γκρέμισαν τα μεσαιωνικά της τείχη, οι αστοί που εκείνη ανάστησε, δόξασαν τη νίκη τους αντιγράφοντας τις χειρονομίες των παλαιών αφεντικών της, της αριστοκρατίας, και συγχρόνως έβαλαν στο τοπίο της τα δικά τους σημάδια, τη δική τους «φαντασμαγορία της αγοράς», όπως έλεγε ο Walter Benjamin. Κι έπειτα, διαδικασίες που κανείς δεν θέλησε ούτε είχε προβλέψει, στρατιές επήλυδων, τεχνικές και δίκτυα, εξουσίες και γραφειοκρατίες, διέρρηξαν κάθε προηγούμενο χωρικό όριο και κάθε «φυσική» αντοχή, ενώ οι νέοι οργανωτές του δομημένου χώρου, οι πολεοδόμοι, προσπαθούσαν να βάλουν τάξη χαράσσοντας «ζώνες» και επιβάλλοντας «χρήσεις γης». Οι αστοί, που τίμησαν την πατρίδα τους στα επαναστατικά τους χρόνια, την εγκατέλειψαν μαζικά και μετακινήθηκαν στα νέα προάστεια, στις κηπουπόλεις, στις μη-πόλεις του αμερικανικού προτύπου, αφήνοντας κέντρα και ιστορικές συνοικίες στη δικαιοδοσία του κοινωνικού περιθωρίου, της γραφειοκρατίας και του αυτοκινήτου.

Η πόλη-μητρόπολη ή μεγα-πόλη των κοινωνιολόγων και των γεωγράφων της μεταπολεμικής εποχής, πόλη πρωτεύουσα κεντρική ή περιφερειακή, πόλη του Πρώτου ή του Τρίτου κόσμου, όπως λεγόταν τότε, έμοιαζε χαοτική και ακυβέρνητη. Νέες επιστημονικές πειθαρχίες, νέες έννοιες και εργαλεία παρατήρησης επιχειρούσαν να καταγράψουν τις συνέπειες της μαζικής αστικοποίησης. Τέλος του κόσμου του «καμπαναριού του χωριού», τέλος της «κοινότητας», διάρρηξη των προσωπικών σχέσεων, ανωνυμία και αποδιοργάνωση της προσωπικότητας του ανθρώπου της μεγαλούπολης, είναι μερικές μόνο από τις αποκαλυπτικές διατυπώσεις με τις οποίες επιχειρήθηκε η εννοιολόγηση και κατανόηση των μεγάλων ανακατατάξεων στο οικιστικό σύστημα, στον τρόπο ζωής και εργασίας, εντέλει στον πολιτισμό.

Με αυτές τις επεξεργασίες συντελέστηκε μεταξύ άλλων και ο αποχαιρετισμός της υπαίθρου και της νοσταλγίας του κόσμου της. Η πόλη του σήμερα μοιάζει κιόλας μακριά από εκείνες τις προσεγγίσεις. Δεν πραγματοποίησε βέβαια την ουτοπία της «κοινωνίας της πόλης», ανώτατο στάδιο του πολιτισμού κατά Henry Lefebvre. Η παθολογία της δεν έχει θεραπευτεί, μάλλον επιδεινώνεται: ο «Τέταρτος» κόσμος παράγεται πλέον και αναπαράγεται στο εσωτερικό της. Τα κοινωνικά ρήγματα μοιάζουν ακόμα πιο βαθιά, καθώς τμήματά της υιοθετούν το διεθνοποιημένο αισθητικό λεξιλόγιο του γυάλινου κόσμου, υπερεθνικές οικονομικές εξουσίες εγκαθίστανται σε κομβικές θέσεις του αστικού ιστού και οι κοινωνικές ελίτ ανακτούν την κεντρικότητα. Η ιστορικότητα της πόλης μετατρέπεται σε σκηνικό για εφήμερους περαστικούς που πάσχουν από βουλιμία κατανάλωσης αντικειμένων και εικόνων.

Ο Παντελής Λαζαρίδης περιπλανάται στην πόλη του σήμερα, με το βλέμμα προσηλωμένο στο στοιχείο εκείνο του τοπίου της που σήμερα παρουσιάζει, ίσως, τη μεγαλύτερη πυκνότητα νοημάτων και σημείων προς αποκρυπτογράφηση: το ανθρώπινο πλήθος. Η ίδια η πόλη εδώ είναι καμιά φορά αθέατη, αλλά το πλήθος αυτό την υπαινίσσεται, είναι πλήθος της πόλης και μόνο της πόλης μπορεί να είναι. Και πιθανόν ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο παρόν μέσα στην πόλη, ίσως εξαιτίας των νέων μορφών απασχόλησης, ίσως γιατί η κινητικότητα στην πόλη, αδιαμφισβήτητο πλέον πλαίσιο ζωής, αποδεκτό και διεκδικούμενο, είναι στοιχείο της σημερινής ύπαρξης.

Το πλήθος αυτό δεν είναι πια το ετερόκλητο, επαναστατημένο πλήθος ή ο «επικίνδυνος» όχλος του 19ου αιώνα. Δεν είναι ούτε το άχρωμο, θυμωμένο και στρατιωτικοποιημένο πλήθος του μεσοπολέμου. Ούτε το πλήθος της ομοιόμορφης μόδας του μπλου-τζην της πρώτης μεταπολεμικής ανεμελιάς και ευημερίας. Στη μορφολογία του κρύβονται τα ερωτηματικά της νέας σχέσης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, μεταξύ μαζικού και ατομικού, που τελεί υπό διαπραγμάτευση στο μεγάλο κύμα των αλλαγών που ζούμε. Είναι πιθανό ότι οι κοινωνίες μόλις σήμερα αφομοιώνουν τη μαζικότητα που αναδύθηκε με τη βιομηχανική κοινωνία, ακριβώς επειδή σήμερα μοιάζουν σε θέση να την υπερβούν – εικονικά ή πραγματικά, αυτό θα φανεί. Η κατά Pierre Bourdieu διάκριση (distinction) βρίσκει τρόπους να συνυπάρχει με την «κρεατομηχανή» της μαζικότητας, γίνεται μάλλον μέρος αυτής της μαζικότητας: το μαζικό είναι εξατομικευμένο. Ή διαφορετικά, η μαζική επιταγή σήμερα είναι η ανάδειξη της ατομικότητας. Υπάρχει εδώ, άραγε, κάτι το απελευθερωτικό, ή μήπως πρόκειται απλώς για τη λογική με την οποία λειτουργεί η μεταφορντική οικονομία της αγοράς; Τι ευνοείται περισσότερο, ο αχαλίνωτος εγωισμός ή η υπευθυνοποίηση του ατόμου; Είναι το πλήθος της σημερινής πόλης το άθροισμα εκείνων των ναρκισσευόμενων ατόμων του Richard Sennett, που δημιουργούν κλειστές κοινότητες «οικειότητας» και αποσύρονται από την κοινωνική δράση και αλληλενέργεια; Ή μήπως αναζητώνται οι νέες κοινωνικές συντεταγμένες του πλήθους, με τις οποίες θα οργανωθούν τα νέα προτάγματα;

Το βλέμμα του Λαζαρίδη επιχειρεί να αιχμαλωτίσει τις ανθρώπινες «φυλές της πόλης». Επεξεργάζεται, θεματοποιεί, ταξινομεί στάσεις, συλλογικές και ατομικές: στους τόπους της αναμονής, της συναλλαγής και της διαπραγμάτευσης, αλλά και της ανημποριάς. Καταγράφει τις εξουσίες –των ένστολων, της γραφειοκρατίας, των εικόνων– που πολιορκούν την πόλη. Χαμογελά σαρδόνια στην αποδιοργάνωση και το χάος, που ακυρώνουν το λόγο της γιγαντοεικόνας, και «κλείνει το μάτι» στην αινιγματικότητα των συμβόλων της παρελθούσας εξέγερσης. Αναζητά το χαρακτήρα της ιδιώτευσης στον εσωτερικό χώρο όπου εισβάλλει η εικόνα του δημόσιου, αλλά και την ανάδυση του ατομικού μέσα στο μαζικό στις σκηνές του δρόμου. Μοναχική θέαση, παράλληλες-ασύμπτωτες πορείες, συνομιλία, ή έκρηξη; Το δικό του «αρχείο» της πόλης θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Τα στοιχήματα είναι ανοιχτά. Πάντως το ανθρώπινο πλήθος του αποπνέει μια αίσθηση αποδοχής της πόλης, με την ομορφιά και την ασχήμια της, στις διαδηλώσεις όπως και μπροστά στα σκουπίδια: η νοσταλγία του κόσμου που χάθηκε είναι πίσω μας. Και η πόλη παραμένει ο τόπος της ανάμιξης, του απροσδόκητου, του πολλαπλού, της ιστορίας υπό κατασκευή.