ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
 

Πρόλογος

Παντελής Λαζαρίδης

 

Για τους ανθρώπους της γενιάς μου, εκείνους πάντως που δεν τους έλειψε το ενδιαφέρον για τα κοινά, το 1967 είναι ένα ορόσημο.

Για μένα αποτελεί το σημείο καμπής και τη μόνιμη αναφορά στο «χθες». Είναι το όριο που σηματοδοτεί την ανατροπή της καλλιτεχνικής ελευθεριότητας, την υποχρεωτική φυγή στο εξωτερικό, την έξοδο από τα συνηθισμένα και βολικά, την τροπή προς ακαδημαϊκότερες δραστηριότητες και πολιτικότερες τοποθετήσεις, την αυτοσχέδια στράτευση για τα κοινά…

Στην τέχνη που υπηρέτησα, αυτή η στροφή εκδηλώθηκε με μια «ματιά» διαφορετική. Ξεφεύγοντας από τη γοητεία των αφηρημένων αξιών, τις καθαυτό ζωγραφικές ποιότητες και την ποιητική αφηγηματικότητα, η «ματιά» προσανατολίστηκε, ολοένα περισσότερο, στη δραματικότητα των γεγονότων και των σχέσεων της καθημερινότητας και κατά συνέπεια στα εκφραστικά διλήμματα και τη δυναμική του ντοκουμέντου.

Το πολιτικό στοιχείο προέκυψε νομοτελειακά και ως αιτία, από τα συμφραζόμενα, και ως αποτέλεσμα του υλικού και των χειρισμών πάνω σε αυτό.

Η περιπλάνηση χρόνων σε προβληματισμούς, θεωρίες, εικόνες, ήχους και σε διάφορα πεδία ακτιβιστικής δραστηριότητας οδήγησε μέσα από ατολμίες, θρασείς πρωτοβουλίες, αυταπάτες, τεράστιες απορίες, πολλή δουλειά και αρκετή τύχη, σ’ ένα νέο σταθμό. Στην αρχή, η θέα από εδώ είναι χαώδης. Είναι όμως αναγκαστικά και πανοραμική και ίσως η γραμμή στο βάθος είναι ορίζοντας, που μοιάζει ανοιχτός.

Από τα «παρατηρητήρια» που εγκατέστησα, συλλέγοντας και πρόχειρα αρχειοθετώντας ντοκουμέντα για τα ασήμαντα, τα φευγαλέα και τα καθημερινά, οι εικόνες και οι ήχοι ήρθαν καταιγιστικά. Άπειρες στιγμές εφήμερης, φευγαλέας δραματικότητας, αποσπασματικές εκφράσεις μιας φαντασμαγορίας σπαρακτικής, ενός ειρμού κρυφού…, πολλών κρυφών ειρμών…

Στιγμές εφήμερες, που, με την ταξινόμηση πρώτα, έχαναν σιγά σιγά τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα και κάπως δαμασμένες πια, προσφέρονταν για διαπραγμάτευση∙ εικαστική μα και θεματική. Μπορούσαν να γίνουν σύμβολα∙ να γίνουν φαντασιώσεις, μύθοι, αφηγήσεις, ατελή στίγματα μιας ρευστής καθημερινότητας, ροές της πόλης, ταξίδια και περιπέτειες του φαντασιακού, γεννήτριες άλλων μύθων, νέων ροών…

Τα «Ψηφία της Πόλης», παράγωγα των «αναγνώσεων αρχείου», που αυτά τα ίδια συγκροτούν, συγκροτούν με τη σειρά τους άλλα αρχεία, που προσφέρονται για νέες αναγνώσεις, με τον θεατή-χρήστη αναγκαίο οργανικό μέρος του ανοιχτού ατέρμονος δημιουργικού διαλόγου, που θα μπορούσε να εγκατασταθεί.

Η συναρμογή των κωδικών υπηρετεί αυτόν ακριβώς το σκοπό.

Οι εικαστικοί κώδικες –ο χρωματικός, ο συνθετικός, ο εκφραστικός– υποτάσσονται στις γνωστές ζωγραφικές-αισθητικές αξίες για να λειτουργούν ως όχημα για τα κλειδιά, που θα μπορούν να σπάζουν τους θεματικούς κώδικες της παγωμένης στιγμής και να βοηθούν τις ερμηνείες στα επίπεδα του φαντασιακού.

Τον ίδιο σκοπό υπηρετεί η συγκρότηση του συνολικού εικαστικού-φωτογραφικού υλικού, με νεώτερα αλλά και παλιότερα έργα, που περιγράφουν μια συνολική πορεία στο χρόνο, ως αρχείο προς αποκωδικοποίηση.

Η σύνθετη και χρονοβόρα διαδικασία της φωτογράφησης των έργων, η ψηφιακή επεξεργασία του οπτικού υλικού και η οργάνωση των πρωτότυπων εικόνων έγιναν στο «Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Επικοινωνίας και Οπτικοακουστικής Τεκμηρίωσης» (ΕΠΕΟΤ/LECAD) του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας από την Ελένη Πισπίρη, τον Γιώργο Καλαούζη και την Νένια Χαρατσή, τους οποίους ευχαριστώ.

Δεν ξέρω πόσο δικαιούμαι την τόσο μεγάλη τιμή από όλους όσοι συμμετέχουν σ’ αυτήν την έκδοση με τα κείμενά τους.

Οι ολόθερμες ευχαριστίες στους συντελεστές αυτού του τόμου είναι το ελάχιστο με το οποίο θα μπορούσα να ανταποδώσω. Η ζήλια μου για τα κείμενα που έγραψαν εκείνοι, ανακεφαλαιώνοντας συνθετικά αλλά και θίγοντας κρίσιμα ζητήματα των σύγχρονων προβληματισμών, ας θεωρηθεί μικρό πρόσθετο αντιστάθμισμα σε όσα οφείλω.

Αισθάνομαι την ανάγκη να μνημονεύσω δύο πρόσωπα. Τον Δάσκαλό μου Χρήστο Λεφάκη που μου έμαθε Ζωγραφική και τον συνάδελφο και φίλο Δημήτρη Φατούρο, που στα νιάτα μου (αλλά και στα δικά του νιάτα) με τη διδασκαλία και τη δράση του μου άνοιξε τα μάτια.

Οφείλω να ευχαριστήσω ειδικά τον Άγγελο Δεληβοριά και το Μουσείο Μπενάκη, τις Πρυτανικές Αρχές και την Επιτροπή Ερευνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων, τον Κώστα και την Εύη Αδαμάκη που υποστήριξαν αποφασιστικά αυτή την έκδοση με ποικίλους τρόπους.

Άφησα μία θέση στο τέλος για την Τζέλα, το πιο κοντινό και αγαπημένο πρόσωπο που με τον δικό της τρυφερό αλλά κι επίμονο τρόπο στήριξε όλες τις δύσκολες στιγμές, ανοίγοντας συχνά το δρόμο με την ενθάρρυνση, την ανοχή, την αντοχή, τη φαντασία και το πείσμα της.