Το ερευνητικό θέμα διαπραγματεύεται τη μετανεωτερική προσέγγιση της μνήμης και του μνημείου, το οποίο εξαιτίας της καλλιτεχνικής, ιστορική και συμβολικής του αξίας ενσωματώνει και μορφοποιεί τις σύγχρονες τάσεις και αντιλήψεις για την αναπαράσταση στην Ιστορία και στις Τέχνες.
Η μετανεωτερική θεωρία αφαιρεί από την Ιστορία τον επιστημονικό της ρόλο και κυριαρχεί η ρεβιζιονιστική και σχετικιστική μνήμη, καθώς και οι μνημονικές τεχνικές που μεταθέτουν την έμφαση από το ιστορικό γεγονός στην έκφραση μιας συγκεχυμένης και σε συναισθηματική βάση συγκίνησης. Αρχικά, τίθεται η αφετηρία και η βάση της νέας θεώρησης και του τρόπου προσέγγισης της μνήμης. Η σχέση της ιστορίας και της μνήμης, η σύγχρονη μελέτη της συλλογικής μνήμης και η διαλεκτική σχέση της μνήμης και της λήθης. Το πρώτο κεφάλαιο για τη μελέτη της μνήμης κλείνει με τη μεταμοντέρνα θεωρία για την αναπαράσταση και συγκεκριμένα με τη (μη) αναπαράσταση της μνήμης.
Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζεται η σχέση της μνήμης και του μνημείου, ως σημαίνον της μνήμης. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική των μνημείων δε μένει ανεπηρέαστη από τις νέες θεωρίες και προσδίδει στα μετανεωτερικά μνημεία το χαρακτηρισμό «αντι-μνημεία», ως εκείνα που αμφισβητούν τους όρους ύπαρξής τους.
Το «Ολοκαύτωμα» αποτέλεσε πρόσφορο πεδίο και κεντρικό θέμα πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι μεταμοντέρνες θεωρίες για την ιστορία, τη μνήμη, την ταυτότητα, την αναπαράσταση. Έτσι στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα βασικά στοιχεία όσον αφορά τη μνήμη του Ολοκαυτώματος και αναλύονται τέσσερα παραδείγματα αντι-μνημείων στη Γερμανία. Το μνημείο του Αμβούργου ενάντια στο φασισμό (1986), το μνημείο στη συνοικία Neuköllnτου Βερολίνου (1994), το «ανεστραμμένο» συντριβάνι (Aschrott-Brunnen) στο Κάσσελ (1987) και το πρότζεκτ «Stolpersteine» (οι πέτρες που σκοντάφτεις) που ξεκίνησε στη Γερμανία το 1994 και επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη.