Κινούμενος σε μια κατασκευασμένη πραγματικότητα πόλης διανύεις αποστάσεις, συγκροτώντας έναν προσωπικό πλοηγό, που κάθε φορά επαναπροσδιορίζεις. Αποκαλύπτεσαι, δημιουργώντας πορείες με συνέχειες και ασυνέχειες, ως προσωπικές επιθυμίες ενώ παράλληλα εγκλωβίζεσαι στα «θαμμένα» της πόλης. Ψάχνοντας κατεύθυνση, συλλέγεις στοιχεία διαδρομών από βήματα αποπροσανατολισμένα, που ύστερα μεταφράζεις ως ίχνη μιας επόμενη αστικής περιπλάνησης. Και κάπως έτσι, ενσωματώνεις ή αποσπάς την υπόσταση σου μέσα στο πλήθος της πόλης, που άλλοτε σε αφομοιώνει και άλλοτε σε εξαλείφει.
Στη δεδομένη ερευνητική εργασία λοιπόν, εντοπίζουμε έναν τόπο δράσης με μητροπολιτικά χαρακτηριστικά, ο οποίος συσχετίζει αστικές δομές με τη βιωματική εμπλοκή μας. Η εστιασμένη μελέτη αναφέρεται στην πόλη της Αθήνας και μάλιστα προκύπτει ως συγκρότηση δύο βασικών λογικών. Από τη μία, καταγράφονται γεγονότα μυθοπλαστικού χαρακτήρα με συμπεριφορές που αφορούν στο χρήστη και από την άλλη αναλύεται η παραπάνω αποτύπωση με θεωρητικές προεκτάσεις. Επιβοηθητικά, χρησιμοποιείται ως «τέχνασμα» το δίκτυο του μετρό (στάσεις και διαδρομές), δεδομένης της συνολικής αστικής σύστασης με βάση αυτό. Έτσι, στήνονται δύο παράλληλες αφηγήσεις που εκτυλίσσονται μεταξύ της ισόγειας και της υπόγειας πόλης. Ο εκάστοτε χρήστης- πρωταγωνιστής αναδύεται από την υπόγεια πόλη, συμπαρασέρνοντας προσωπικές απεικονίσεις, ως εκτιμήσεις της «δικής του» πραγματικότητας και συγχρόνως μετεωρίζεται σε μια σύμβαση με την ισόγεια πόλη, όπου λειτουργεί εποπτικά.
Κύριο σημείο ενδιαφέροντος, αφορά στη μέθοδο αντίληψης της πόλης ,τόσο από το «μόνιμο ανθρώπινο δυναμικό» όσο και από έναν τυχαία επιλεγμένο χρήστη, ως περιπλανητή. Ο ενδεχόμενος χρήστης θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Να εναλλάσσει ρόλους, να εξακριβώνει υποστάσεις και να διαψεύδει τη δική του. Κατ’ επέκταση, στην πρώτη αφήγηση προσδιορίζεται από αριθμητικά χαρακτηριστικά, ως μια παραδοχή απώλειας ταυτότητας και διαδρά στο χώρο και το χρόνο της πόλης μην προκαθορίζοντας αφετηρία και τέρμα, αλλά πιστοποιώντας την αποσπασματικότητα συμβάντων, ως συγκεχυμένους συνειρμούς. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης, το υποκείμενο – χρήστης διακόπτει τη δράση του καθώς επέρχεται εκτός ή άνευ αυτού, μια επισκοπική ανάλυση και ερμηνεία των αστικών δομών με τις οποίες «συνδιαλέγεται».
Εν ολίγοις, παρατηρούμε πώς μια πόλη, που φαντάζει σταθερή και αμετάβλητη, μετασχηματίζεται, μεταμορφώνεται και αποκτά τόσες εκδοχές, όσες και οι διαφορετικοί αναγνώστες-χρήστες της. Χαρτογραφούμε κινήσεις, συλλέγουμε ίχνη και αναλογιζόμαστε την ύπαρξη μνήμης, σε ένα έδαφος πόλης, ανάγλυφο. Ανιχνεύουμε την αστική δομή, δημιουργώντας τα θραύσματα που την συγκροτούν και τα θραύσματα που την καταλύουν.