Η Ελλάδα αποτελεί έναν ελκυστικό προορισμό από τα πρώτα κιόλας χρόνια που το φαινόμενο του τουρισμού άρχισε να εμφανίζεται. Εντωμεταξύ, οι τουριστικές εγκαταστάσεις στο ελληνικό έδαφος έκαναν από πολύ νωρίς την εμφάνιση τους. Στο πέρασμα του χρόνου, και καθώς το τουριστικό πρότυπο διαμορφωνόταν στη χώρα μας, εξελίσσονταν και αυτές και αναπτύσσονταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς.
Τα τελευταία χρόνια, ειδικά από το 1985 έως και σήμερα, κυριαρχούν τα οργανωμένα τουριστικά πακέτα, ενώ το φαινόμενο του μαζικού τουρισμού αποτελεί πλέον μια ολόκληρη βιομηχανία αυξάνοντας σημαντικά το ποσοστό των τουριστών που μας επισκέπτονται.
Προκειμένου, να ανταποκριθούν στο φαινόμενο αυτό οι ξενοδόχοι στρέφονται στην υιοθέτηση των οργανωμένων τουριστικών οικισμών (resort), έχοντας ως στόχο μέσα από αυτούς τους κλειστούς κοινωνικούς θύλακες να καλύψουν τις απαιτήσεις των πελατών παρέχοντας τους πέρα από διαμονή και τροφή, ανέσεις ψυχαγωγίας και διασκέδασης.
Εφαλτήριο αυτής της ερευνητικής εργασίας αποτελεί η συνεχόμενη εμφάνιση των μεγάλων ξενοδοχειακών αυτών συγκροτημάτων, τα οποία «ξεφυτρώνουν» στην ελληνική ύπαιθρο με ραγδαίους ρυθμούς, σχηματίζοντας μικρούς ξεχωριστούς οικισμούς στους ήδη υφιστάμενους. Οικισμούς, που λίγο πολύ παραπέμπουν στα παραδοσιακά χωριά της χώρας μας, τόσο όσον αφορά στην εικόνα, όσο και στην οργάνωση τους.
Στο ερευνητικό αυτό θέμα θα μελετηθεί το μοντέλο αυτών των οικισμών, μέσα από την εξέταση έντεκα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα. Η μελέτη βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε έρευνα πεδίου, και ειδικότερα σε συζητήσεις που πραγματοποίησα με τους αρχιτέκτονες των συγκροτημάτων.
Μέσα από την έρευνα αυτή αναζητούνται, λοιπόν, απαντήσεις για τις στρατηγικές που ο κάθε αρχιτέκτων ενέταξε στο σχεδιασμό του, οι οποίες σχετίζονται σε γενικές γραμμές με την ελληνική «ταυτότητα» που ο εκάστοτε οικισμός προβάλλει, τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ του συγκροτήματος και του τοπίου, την ένταξη ή όχι στοιχείων βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής αλλά και το ρόλο του υγρού στοιχείου, δεδομένων των περιορισμών μέσα στους οποίους αναγκάστηκε να κινηθεί, όπως η νομοθεσία, η μορφολογία του εδάφους και οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών.