Όσο περνάνε τα χρόνια και οι ανθρώπινες κοινωνίες εξελίσσονται πνευματικά και μεταπλάθονται χωροταξικά, μας γίνετε όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι αρχικές μορφές οργάνωσης των κοινωνιών ήτανε και οι πιο ανθρώπινες. Όσο πιο πίσω γυρνάμε σε προηγούμενους αιώνες, τόσο πιο έντονα συναντάμε τα δύο βασικότερα και αγνότερα στοιχεία του ανθρώπου στο θέμα της κοινωνικής οργάνωσης: την αλληλοβοήθεια και τον αλληλοσεβασμό.
Σε κοινωνίες όπου τα μέσα παραγωγής δεν ήταν προνόμιο και ιδιοκτησία μιας κοινωνικά ευνοημένης τάξης αλλά ολόκληρης της κοινωνίας και τα αγαθά δεν παράγονταν από τις κατώτερες τάξεις, αλλά από όλα τα άτομα της κοινωνίας για τους ίδιους, ο άνθρωπος ζούσε και εξελίσσονταν με τους πιο αγνούς και ελευθεριακούς όρους. Όλα τα μετέπειτα καταπιεστικά συστήματα, από την φεουδαρχία, την μοναρχία μέχρι τον σημερινό σύγχρονο καπιταλισμό, το μόνο που κατάφεραν να αποδείξουν, ήτανε η πλήρη αποτυχία τους. Άλλωστε εξ ορισμού, αυτά τα συστήματα από την στιγμή που σαν βασική αρχή έχουν την διχοτόμηση και τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα-μονάδες, δεν μπορούν να λειτουργήσουν εργαλειακά στον τομέα οργάνωσης και διαχείρισης των ανθρώπινων ομάδων και πληθυσμών.
Βάζοντας λοιπόν απέναντι αυτές τις δύο ιστορικές στιγμές, την αρχή της ανθρωπότητας και το σημείο στο οποίο βρίσκεται τώρα με όλο αυτόν τον κοινωνικό αναβρασμό -εν μέσω κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο-, γεννιέται το μεγάλο ερώτημα: “Είναι η κατάλληλη στιγμή για την ριζική αλλαγή αυτού του κόσμου” ; Η απάντηση είναι θετική και αναγκαία όσο ποτέ.
Αυτή λοιπόν η μελέτη προσπαθεί να δώσει ή έστω να δομήσει μια απάντηση απέναντι σε αυτό το ερώτημα που για άλλους αποτελεί μια άμεση ανάγκη, για άλλους την ουτοπία, για άλλους την αναγκαιότητα της ολοκλήρωσης μιας ιδανικής κοινωνίας.
Όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα (κομμουνιστικά και αναρχικά) ευαγγελίζονται αυτό το γεγονός ως την μόνη διέξοδο από τον καταπιεστικό κόσμο των εξουσιών και των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά κανένα από αυτά δεν απάντησε ολοκληρωμένα πως θα μπορούσε αυτό να γίνει και στην πράξη. Αυτό βέβαια οφείλετε στο γεγονός ότι η πρακτική των εξεγερμένων δεν μπορεί να ωθήσει την κοινωνία στην καταστροφή αυτού του γερασμένου κόσμου, γιατί η θεωρία δεν εμπεριέχει την ουτοπία και όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Λεφέβρ:
“Σήμερα περισσότερο από ποτέ, δεν υπάρχει σκέψη δίχως ουτοπία. Γιατί αλλιώς ευχαριστιόμαστε να παρατηρούμε, να επικοινωνούμε, να επικυρώνουμε αυτά που βρίσκουμε μπροστά στα μάτια μας. Δεν πάμε μακρύτερα, στεκόμαστε με τα μάτια καρφωμένα στο πραγματικό λέγοντας είμαστε ρεαλιστές. Αλλά δεν σκεφτόμαστε. Δεν υπάρχει σκέψη που δεν εξερευνά μια πιθανότητα, που δεν προσπαθεί να βρει έναν προσανατολισμό. Υπονοείτε βέβαια, πως από την στιγμή που αποφεύγουμε έναν ποσιβιτισμό, ο οποίος σε μπερδεύει και δεν είναι τίποτα περισσότερο από απουσία σκέψης, βρισκόμαστε μπροστά σε σύνορα, ανάμεσα στο δυνατό και το αδύνατο, που δύσκολα ξεχωρίζονται. Μα εν τούτοις, δεν υπάρχει σήμερα και ειδικά στο πεδίο που μας αφορά, σκέψη δίχως ουτοπία.”
Η μελέτη αυτή λοιπόν, προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του ¨πριν¨ και του ¨μετά¨ και να δώσει λίγη ακόμη τροφή για σκέψη, για το πώς θα μπορούσε να δομηθεί η ιδανική κοινωνία στην πράξη.