Κάθε αρχιτεκτόνημα πάνω στη γη είναι ένα κτίσμα για μία άγνωστη τελετή. Μόνο σε λίγους μυημένους έχει δοθεί η δυνατότητα να παραμερίζουν τα παραπετάσματα των τούβλων, του ξύλου, του σίδερου και των συνθετικών υλικών που κρύβουν τις μυστικές ιεροτελεστίες.
Στην πραγματικότητα πέρα από την εξυπηρετική ή αλλιώς λειτουργική χρήση της αρχιτεκτονικής υφίσταται και η συμβολική της χρήση. Συγκεκριμένα, η αρχιτεκτονική είναι ένα παγόβουνο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι κρυμμένο, με αποτέλεσμα όπως παραμένουν αόρατα τα αναρίθμητα τεχνικά μέσα που την κάνουν να λειτουργεί, να παραμένουν απόκρυφες και οι ιεροτελεστίες και τα σύμβολα, που την καθιστούν επιθυμητή και αναγκαία. Στην παρούσα ερευνητική εργασία γίνεται μια προσπάθεια μελέτης της διάστασης αυτής της αρχιτεκτονικής μέσα από τη λογική των εφήμερων κατασκευών και το πέρασμα από την ιστορική αναδρομή των Εκθέσεων σε έννοιες που επιβεβαιώνουν τον συμβολικό της αυτό χαρακτήρα ενώ παράλληλα τον συσχετίζουν άμεσα με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η έρευνα ξεκινά με το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο πραγματεύεται την καταγραφή των βασικότερων ορισμών και τη γενικότερη σύλληψη της εφήμερης αρχιτεκτονικής, με σκοπό να επέλθει ομαλά το δεύτερο κεφάλαιο, το οποίο θα περιλαμβάνει μια ανασκόπηση της ιστορίας των Εκθέσεων, από την εποχή της δημιουργίας τους μέχρι τον 21ο αιώνα. Γίνεται αναφορά στις ρίζες της Έκθεσης, στην εμφάνιση αυτού του γεγονότος, στη σταδιακή διαφοροποίησή του σε κάθε χρονική περίοδο και καταλήγει σε όλα τα σημερινά χαρακτηριστικά των σύγχρονων Expo. Συγκεκριμένα, το πεδίο έρευνας ξεκινάει από την εποχή των εμποροπανηγύρεων και την προώθηση της προόδου μέσω της εκβιομηχάνισης με τη συγκέντρωση στις πρώτες Εκθέσεις αυτού που συνιστούσε στη δεδομένη χρονική στιγμή την τελευταία λέξη της επιστήμης και της τεχνολογίας από όλο τον κόσμο (1851 - Β' Παγκόσμιος Πόλεμος), ενώ συνεχίζει από τη δεκαετία του 1930 με την πολιτισμική ανταλλαγή των επόμενων Εκθέσεων μέσα από την εξέταση ενός θέματος που απασχολεί την ανθρωπότητα και ολοκληρώνεται με τη σύγχρονη μορφή του θεσμού, η οποία ξεκίνησε να υφίσταται προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 και έχει γίνει το όχημα για την αναγωγή των χωρών σε εμπορικά σήματα. Βέβαια, αξιοσημείωτο στο σημείο αυτό είναι ότι στα πλαίσια της ιστορικής αυτής αναδρομής δίνεται βαρύτητα στην ιδεολογική συγκρότηση της κάθε έκθεσης, ενώ ταυτόχρονα διερευνάται η τυπολογία των βασικών κτιρίων στέγασης των Εκθέσεων αρχικά και στη συνέχεια των πιο αξιόλογων περιπτέρων.
Οι παγκόσμιες εκθέσεις του σήμερα ενσωματώνουν στοιχεία και των τριών εποχών, τα οποία μέσα στην ευρύτερη λογική της παγκοσμιοποίησης και του ανταγωνισμού μεταβάλλονται, έτσι ώστε να προσφέρουν νέες εμπνεύσεις και νέους τρόπους εντυπωσιασμού. Η πραγματικότητα αυτή αναλύεται στη συνέχεια της εργασίας και συγκεκριμένα στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου μέσα από το συσχετισμό του διεθνισμού της αρχιτεκτονικής και του μεσσιανισμού της τεχνολογίας, γίνεται σαφές εκτός των άλλων το γεγονός πως η υπεραφθονία των εκθεμάτων που τοποθετούνταν σαν τρόπαια στις παλαιότερες αντίστοιχες διοργανώσεις έχει αντικατασταθεί από την απουσία τους, προκειμένου τα ίδια τα κτίρια να πάρουν τη θέση του αντικειμένου υποβάλλοντας τον επισκέπτη, καταξιώνοντας το εφήμερο και καθιστώντας τον τύπο αυτών των διοργανώσεων θέαμα κατανάλωσης με χαρακτηριστικά πάνδημης λατρείας.