Στην ερευνητική αυτή εργασία εξετάζεται η περίπτωση της συλλογής πειστηρίων εγκληματολογικής παθολογίας του ιατροδικαστή Γεωργιάδη. Από το 1912 και για 40 χρόνια που διετέλεσε τακτικός καθηγητής της έδρας της ιατροδικαστικής και τοξικολογίας, συνέλεγε και ταξινομούσε πλήθος ετερόκλητων αντικειμένων που συνδέονταν με εγκληματικές πράξεις και πιστοποιούσαν την άσκηση βίας. Το 1932 ξεκίνησε παράλληλα με την οργάνωση του εργαστηρίου της ιατροδικαστικής στην ιατρική σχολή της Αθήνας να στήνει ένα μουσείο και να καταχωρεί τα αντικείμενα της συλλογής του, την οποία συνέχισαν να εμπλουτίζουν οι καθηγητές που τον διαδέχτηκαν. Δεν ήταν μόνο η προσπάθεια δημιουργίας ενός χώρου γνώσης μιμούμενο το πρότυπο των μεγάλων συλλογών σε άλλες χώρες, αλλά και μια εμμονή του ίδιου του ιδρυτή του. Το εγκληματολογικό μουσείο υπήρξε προσωπικό του έργο και με μανιώδη επιμονή «έχτιζε» τη συλλογή. Με τα χρόνια συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός ανομοιογενών μεταξύ τους αντικειμένων στοιχειωθετώντας ένα ιδιότυπο αρχείο ιστοριών θανάτου, αλλά και μια άρθρωση ανάμεσα σε μια σειρά συμβάντων του επιστημονικού λόγου και κοινωνικών μετασχηματισμών.
Η συλλογή εξετάζεται ως χώρος γνώσης, ως μουσείο, ως προσωπικό αρχείο μέσα από τις επικρατούσες επιστημονικές θεωρίες της εποχής και τις κατευθύνσεις που προέτασε η αναζήτηση της μη κανονικότητας.
Το εγκληματολογικό μουσείο, προϊόν των θεωρητικών εξελίξεων της εγκληματολογικής επιστήμης λειτουργούσε ως αναγκαίο συμπλήρωμα και εγχειρίδιο των επιστημονικών συγγραμμάτων της εποχής και καταδείκνυε την πιο πρόσφατη γνώση μέσω των εκτιθέμενων αντικειμένων που συνεχώς προστίθενταν στην συλλογή και προσπαθούσαν να συνθέσουν το πορτραίτο του εγκληματία.
Με τη στροφή της ιατρικής το 19ο αιώνα στην επαναοργάνωση και ταξινόμηση της γνώσης σε μια ιδρυματική πλέον αντιμετώπιση του σώματος και χαρτογράφησή του μέσα από ένα θεμελιώδες σύστημα καταχωρήσεων, υποδιαιρέσεων και ομοιοτήτων η εγκληματολογία αναζήτησε σε ανατομικά χαρακτηριστικά και στο συμπεριφορισμό του την εγκληματολογική παθολογία. Κατασκευάστηκαν συστήματα ταξινόμησης και τυπολογίες του εγκληματία με τον πίνακα να επικρατεί ως μια τεχνική της πειθαρχίας και μια διαδικασία γνώσης.
Με βάση τα παραπάνω επιχειρούνται δύο πιθανές υποθέσεις ερμηνείας της συλλογής Γεωργιάδη έχοντας ως επιρροή τις ανθρωπομετρήσεις του Βertillonκαι τη συλλογή πρότυπο του ανθρωπολόγου εγκληματολόγου Lombroso. Ο Γεωργιάδης συνέλεγε οτιδήποτε πίστευε ότι όριζε κάποιου είδους αποκλίνουσα συμπεριφορά και ανωμαλία μέσα στο συντηρητικό κοινωνικό πλαίσιο εκείνης της εποχής στην Ελλάδα με αποτέλεσμα αυτό που απομένει από τη συλλογή του να είναι ένα κολλάζ ντοκουμέντων, μια ιλλιγιώδης εικόνα συσσωρευμένων αντικειμένων ή και ένα wunderkammerτου εγκλήματος. Το εγκληματολογικό μουσείο δεν είναι παρά ένα δωμάτιο που διατηρεί συσσωρευμένα πειστήρια θανάτου, το καθένα από τα οποία έχει να αφηγηθεί τη δική του ιστορία. Το κάθε αντικείμενο της συλλογής αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο γεγονός και επομένως σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Αυτό που απομένει τελικά, και ειδικότερα στην δική μας περίπτωση, είναι ένα μάλλον ιδιότυπο ιστορικό μουσείο. Ένα μουσείο που χάρη στην ιδιαίτερη επιμονή του συλλέκτη/ιδρυτή του καταγράφει την υφαίρπουσα ανεπίσημη ιστορία του τόπου του έτσι όπως αυτή καταγράφεται απο την εγκληματικότητα, την σκληρότητα και τους φόβους των κατοίκων του, αλλά ταυτόχρονα παραμένει κλειστό και απόκρυφο από αυτούς.